Ζούμε σε μία εποχή στην οποία η έμφυλη βία βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων και των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Μία πτυχή του προβλήματος όμως την οποία τείνουμε να αγνοούμε είναι η βία κατά των προσώπων με διανοητικές αναπηρίες. Μία γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο μας βγάζει τα εξής αποτελέσματα:

Φρίκη στον Βόλο: 30χρονος φέρεται να βίασε ανήλικη με νοητική υστέρηση (21/01/2021 ΤΟ ΘΕΜΑ)

Άγιος Παντελεήμονας: Σύλληψη τριών αλλοδαπών για βιασμό 25χρονης εγκύου με νοητική υστέρηση (23/06/2021 NAFTEMPORIKI.GR)

Βιασμός 8χρονης στη Ρόδο: Θολό το τοπίο για το τι συνέβη – Με νοητική καθυστέρηση το θύμα (14/10/2021 ΤΟ ΒΗΜΑ)

Τόσο συχνά τα περιστατικά, κι όμως πόσοι από εμάς γνωρίζουμε αλήθεια την κατάσταση κινδύνου στην οποία βρίσκονται αυτά τα άτομα ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν; Η απάντηση είναι μάλλον ελάχιστοι. Ήρθε η ώρα να γίνουμε περισσότεροι…

Η διανοητική αναπηρία είναι μία κατάσταση πολυπαραγοντική και ετερογενής. Αυτό σημαίνει αφενός ότι εξαρτάται από παράγοντες γενετικούς, νευρολογικούς, περιβαλλοντικούς, εκπαιδευτικούς ή κοινωνικούς και αφετέρου ότι οι διαφορές που παρουσιάζουν τα αυτά άτομα μεταξύ τους είναι περισσότερες από εκείνες των ατόμων χωρίς αναπηρίες. Τρία φαίνεται να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της διανοητικής αναπηρίας: οι περιορισμοί στην διανοητική λειτουργία, οι περιορισμοί στην προσαρμοστικότητα και  η εμφάνιση των ανωτέρω πριν την ηλικία των δεκαοχτώ ετών.

Σε ότι αφορά το ζήτημα της έμφυλης βίας, ειδικότερα,  η διανοητική αναπηρία παρουσιάζεται σε πολλά ερευνητικά και επιστημονικά κείμενα ως  «πρόσθετος παράγοντας ευαλωτότητας», κάτι που  σημαίνει ότι οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες με διανοητική αναπηρία καθίστανται εξαιτίας αυτής τους της ιδιότητας πιο ευάλωτοι στην έμφυλη βία. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Μία πρώτη αιτία είναι το συχνό φαινόμενο να αντιμετωπίζονται τα ανάπηρα άτομα ως οιωνεί παιδιά, με αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό της αυτονομίας τους καθώς  και της δυνατότητας να μεριμνούν και να αποφασίζουν ανεξάρτητα για τον εαυτό τους. Παράλληλα, κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύονται η εξάρτηση και η υποταγή στον περίγυρο, από τον οποίο συχνά προέρχονται και οι θύτες.

Τα παραπάνω επιδεινώνονται μέσω του πρωτογενούς τραύματος, της θλίψης δηλαδή του οικογενειακού κύκλου και του ίδιου του προσώπου για την αναπηρία και της έλλειψης προσδοκιών, οι οποίες συνοδεύουν και τραυματίζουν ψυχολογικά τον φορέα και την οικογένεια του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.

Επίσης, σοβαρές δυσκολίες προκύπτουν από την ισχνή σεξουαλική εκπαίδευση που λαμβάνουν τα άτομα αυτά σε ότι αφορά ιδιαίτερα την βία και την πρόληψη των περιστατικών της, αφού συχνά αδυνατούν λογικά να ξεχωρίσουν ποιες συμπεριφορές είναι θεμιτές και ποιες όχι, έτσι ώστε να καταλήγουν απροστάτευτα.

Τα στατιστικά μιλούν από μόνα τους: περίπου το 80% των ατόμων με νοητική στέρηση έχουν υποστεί ή θα αποτελέσουν θύματα κάποιας μορφής βίας, οι ανήλικοι με αναπηρίες έχουν έως και επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν κακοποίηση σε σχέση με τους συνομήλικους τους  χωρίς αναπηρίες, σύμφωνα με ισπανικές έρευνες σεξουαλική, σωματική ή ψυχολογική κακοποίηση βίωσε το 46% του δείγματος πριν τα δεκαπέντε τους έτη ενώ μετά τα 15 το ποσοστό κατέβηκε στο 34% σε αντιδιαστολή προς το 19% των γυναικών χωρίς κάποια μορφή αναπηρίας.

Και βέβαια θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα στατιστικά αυτά αντικατοπτρίζουν ένα μικρό μόνο ποσοστό των πραγματικών περιστατικών, αφού δυστυχώς η σιωπή των θυμάτων αποτελεί τον κανόνα, όπως συμβαίνει βέβαια και στις περισσότερες μορφές βίας.

Και αυτό διότι τα άτομα με διανοητικές αναπηρίες δυσκολεύονται να διακρίνουν τις βίαιες συμπεριφορές ιδιαίτερα όταν αυτές προέρχονται από τον οικογενειακό κύκλο. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο φροντιστής κακοποιεί σεξουαλικά το άτομο κατά την τέλεση των καθημερινών πράξεων υγιεινής, η διάκριση των απαραίτητων ενεργειών με τις κακοποιητικές μπορεί είναι αρκετά λεπτή και δυσχερής. Ακόμα όμως κι αν μπορέσουν να τις αναγνωρίσουν, αποφεύγουν να μιλήσουν γι’ αυτές θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα διακινδυνεύσουν τις σχέσεις τους με το οικείο πρόσωπο ή ακόμα και την ίδια τους την φροντίδα την οποία αδυνατούν να αναλάβουν.

Ένας δεύτερος (και συνηθέστερος) παράγοντας είναι ο φόβος των προσώπων ότι δεν θα γίνουν πιστευτά ή ακόμα και ότι θα περιφρονηθούν. Και επικρατούν πολλοί μύθοι που έρχονται να επιβεβαιώσουν τους φόβους τους. Αναλυτικότερα, τα άτομα με νοητική στέρηση θεωρούνται από τα μη ανάπηρα πρόσωπα ως άτομα συλλήβδην προβληματικά και ιδιαίτερα σε ότι αφορά την σεξουαλικότητα τους ότι είτε δεν έχουν καθόλου είτε έχουν ακραία. Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται ότι στερούνται ηθικούς φραγμούς, ώστε επινοούν κακοποιητικές καταστάσεις για να εκδικηθούν και να καταστρέψουν τους επιτυχημένους συνανθρώπους τους. Η προσήλωση του γενικού πληθυσμού στις παραπάνω πεποιθήσεις συνεπάγεται την ανησυχία ότι οι καταθέσεις τους θα αντιμετωπιστούν με λιγότερη σοβαρότητα  από αυτές των προσώπων που δεν έχουν κάποια διανοητική αναπηρία.

Εδώ αξίζει να θίξουμε και το φαινόμενο της δευτερογενούς θυματοποίησης, η οποία ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την ισότητα των φύλων ως η «επαναθυματοποίηση θύματος οποιασδήποτε πράξης βίας συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και της εμπορίας/σωματεμπορίας ανθρώπων». Όσον τα άτομα με διανοητικές αναπηρίες η δευτερογενής θυματοποίηση συντελείται από τους αρμόδιους δημόσιους φορείς (αστυνομία, δικαστικοί λειτουργοί) σε περιπτώσεις που η κατάθεση του θύματος αξιολογείται ως λιγότερο αξιόπιστη, που το θύμα καλείται να επαναλάβει αρκετές φορές περιττές και όχι μόνο πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό, που αντιμετωπίζεται με τρόπο μειωτικό ή που το σύστημα αδυνατεί να προσαρμόσει τις διαδικασίες στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των προσώπων αυτών.

 Το τελευταίο γίνεται εμφανές ιδίως στις συνεντεύξεις των αρχών που έπονται του περιστατικού, στις οποίες, λόγω της έλλειψης σχετικής εκπαίδευσης, οι αρμόδιοι δείχνουν ανυπομονησία κατά την διάρκεια της κατάθεσης, προκαλούν με τις ερωτήσεις τους τις απαντήσεις του προσώπου ή ονοματίζουν το γεγονός της κακοποίησης τραυματίζοντας περεταίρω το θύμα ενώ απουσιάζει ειδικός που να διασφαλίσει ότι το θύμα από την πλευρά του αντιλαμβάνεται πλήρως την διαδικασία.

 Η δευτερογενής θυματοποίηση και τα παρεπόμενα της, πέραν του ότι καταπατούν το δικαίωμα των προσώπων με διανοητικές αναπηρίες για πρόσβαση στην δικαιοσύνη, όπως αυτό προβλέπεται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, επιπλέον στιγματίζουν το θύμα και το αποθαρρύνουν από το να συμμετάσχει στα επόμενα στάδια της δικαστικής διαδικασίας.

Όλα αυτά τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που αναπτύχθηκαν ανωτέρω έχουν σκοπό να ευαισθητοποιήσουν και να ενημερώσουν τον μέσο άνθρωπο για την πτυχή της διανοητικής αναπηρίας στην έμφυλη βία έτσι ώστε καθένας από εμάς να αναλάβει ουσιαστική δράση. Ουσιαστική δράση προκειμένου να διασφαλίσουμε ένα πιο ασφαλές και ανεκτικό περιβάλλον στο οποίο τα άτομα με διανοητική αναπηρία θα μπορούν να προστατευθούν, να ξεπεράσουν τους φόβους τους, να γιατρέψουν τις πληγές τους και να διάγουν τον βίο τους επί ίσοις όροις με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνία. Γιατί αν δεν αγωνιστούμε για κάθε ομάδα που βιώνει την ανισότητα πως θα μπορέσουμε να επιτύχουμε την πολυπόθητη ισότητα όταν γνωρίζουμε ότι κανένας δεν είναι ίσος εκτός κι αν είμαστε όλοι.

Πηγή:  διαλέξεις και εγχειρίδιο του προγράμματος εκπαίδευσης ATHENA BEGIN της ΚΣΔΕΟ ΕΔΡΑ