
Ταυτότητες
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ ποια είναι η ταυτότητά σας; Δηλαδή ποια ακριβώς χαρακτηριστικά (σωματικά, ψυχολογικά, διαπροσωπικά), αλλά και κοινωνικοί ρόλοι σας προσδιορίζουν και σας κάνουν μοναδικές προσωπικότητες; Όποια κι αν είναι η ταυτότητά σας, το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ένα άθροισμα υπο-ταυτοτήτων, όπως το φύλο, η σεξουαλικότητα, η φυλή, η εθνικότητα, η ηλικία, η αρτιμέλεια, η σωματική και ψυχική υγεία, η κοινωνική τάξη, η εμφάνιση, η γλώσσα, η θρησκεία, και άλλα πολλά (APA, 2017b). Κάθε υπο-ταυτότητα έχει ένα πλήθος κατηγοριών: η ηλικία μόνο μπορεί να κυμανθεί από 0 έως 100+ χρόνια, αν είμαστε έχουμε την τύχη με το μέρος μας και ζήσουμε μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Για παράδειγμα, και με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, το κείμενο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή το έγραψε ένας 26χρονος αρτιμελής μεσοαστός, λευκός cis ομοφυλόφιλος Έλληνας, ο οποίος δηλώνει Αγνωστικιστής, και τον βαραίνει η ψυχική του υγεία αρκετό καιρό. Αντίστοιχα, κάθε άτομο αποτελεί ένα μοναδικό σύνολο των στοιχείων που το απαρτίζουν, τα περισσότερα από τις οποία αποτελούν τον πυρήνα του από τη γέννηση κιόλας (π.χ. φυλή, εθνικότητα, μητρική γλώσσα), δηλαδή δεν μπορούν να αλλάξουν (Levine-Rasky, 2011). Ωστόσο, η ποικιλομορφία που διακατέχει κάθε ταυτότητα οδηγεί σε πολυεπίπεδες διακρίσεις σε βάρος ατόμων που σε μία ή περισσότερες ταυτότητές τους βρίσκονται σε μειονοτικές ομάδες. Παραδείγματα μειονοτικών ομάδων αποτελούν τα μη λευκά, φτωχά, ανάπηρα, ψυχικά νοσούντα άτομα, καθώς και τα άτομα της προσφυγιάς και οι γυναίκες. Ακόμα, σε μειονότητες ανήκουν άτομα που δεν εντάσσονται στο αυστηρό δίπολο των φύλων (trans, non-binary, intersex) ή σε κάποια ετεροκανονική σεξουαλικότητα (γκέι, λεσβίες μπάι, ασέξουαλ).
Εξαιτίας αυτών των πολυεπίπεδων διακρίσεων, η έννοια της διαθεματικότητας γίνεται όλο και πιο γνωστή, και πλέον η Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση (APA) επισημαίνει: «Η διαθεματικότητα αποτελεί ένα πλαίσιο που εμπεριέχει τις πολλαπλές διαστάσεις της ταυτότητας και των κοινωνικών συστημάτων των ατόμων, καθώς εκείνες τέμνονται μεταξύ τους και σχετίζονται με ανισότητες όπως είναι ο ρατσισμός, οι έμφυλες διακρίσεις, οι διακρίσεις ως προς την αναπηρία, την ηλικία, την κοινωνική τάξη, τη σεξουαλικότητα, κ.ά.» (APA, 2017b).
Προέλευση, ιστορία και φεμινισμός
Η ανάγκη για μια διαθεματική προσέγγιση της κοινωνίας προέκυψε από τις δράσεις μαύρων ατόμων αλλά και από το έργο μαύρων διανοούμενων στα τέλη της δεκαετίας του 1890 και προωθήθηκε κατά τη διάρκεια του Κινήματος Πολιτικών Δικαιωμάτων στις Η.Π.Α. από κριτικούς μελετητές φυλών τη δεκαετία του 1960. Ο όρος «διαθεματικότητα» επινοήθηκε, εν τέλει, από τη μαύρη νομικό και φιλόσοφο, Kimberlé Crenshaw. Οι μαύρες γυναίκες, όπως υποστήριξε, βιώνουν με διαφορετικό τρόπο τις διακρίσεις από τους αντίστοιχους μαύρους άνδρες και τις αντίστοιχες λευκές γυναίκες, με αποτέλεσμα να υφίσταται μια διαθεματική καταπίεση (Crenshaw, 1989).
Τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα σίγουρα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν τη διαθεματικότητα. Γιατί, γυναίκες δεν είναι μόνο οι cis λευκές. Ούτε μόνο αυτές υποβαθμίζονται, κακοποιούνται ή δολοφονούνται. Μάλιστα, εκείνες είναι και οι πιο προνομιούχες, ειδικά στην Ελλάδα, όπου μετανάστριες ζουν στο περιθώριο, trans γυναίκες δεν έχουν ειδική υγειονομική και νομική κάλυψη, ομοφυλόφιλες γυναίκες δεν μπορούν να παντρευτούν και να παιδοθετήσουν, μαύρες γυναίκες βιώνουν ρατσισμό και ανάπηρες δεν μπορούν να κινηθούν ελεύθερα επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές. Επομένως, η διαθεματικότητα βάζει στο τραπέζι τις πολυεπίπεδες διακρίσεις που δέχονται οι γυναίκες, που δεν αφορούν μόνο το φύλο τους, οι οποίες διακρίσεις είναι διαφορετικές από τις αντίστοιχες που βιώνουν οι άντρες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αποκλεισμός των trans γυναικών από το «φεμινιστικό» κίνημα των TERFs. Όλως παραδόξως, ενώ υποτίθεται τάσσεται κατά των περιθωριοποιήσεων και των ανισοτήτων κατά των γυναικών, οι υποστηρικτές του αναπαράγουν περιθωριοποιήσεις, στερεότυπα και διακρίσεις κατά μίας ομάδας ατόμων, των trans γυναικών (Carrera-Fernández & DePalma, 2020; Morrison, 2020).
Γιατί το ότι ένα άτομο δέχεται διακρίσεις σε μία του ταυτότητα, δε σημαίνει απαραίτητα ότι δεν κάνει και κατάχρηση των προνομίων του σε μία άλλη. Κατάχρηση προνομίων εξάλλου γίνεται καθημερινά, καθώς οι σχέσεις εξουσίας διαφαίνονται σε κάθε μας διαπροσωπική και κοινωνική σχέση, και κατά πλειοψηφία χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε ή να έχουμε απαραίτητα «κακή πρόθεση». Στην πραγματικότητα, αυτές οι εξουσίες και η καταπίεση αυτών σε περιθωριοποιημένες ομάδες έχουν κανονικοποιηθεί τόσο που τις συναντάμε καθημερινά στο λεξιλόγιό μας: «Μου έκανε πουστιά», «Καλά, αγάμητη/κακογαμημένη είναι αυτή;». Δεν αρκεί, όμως, το να μην έχουμε «κακή» πρόθεση, αφού οι λέξεις που επιλέγουμε να αναπαράγουμε και η σημασιολογία αυτών μέσω συνειρμικών διεργασιών, οδηγεί στη διαμόρφωση συγκεκριμένων αντιλήψεων και στάσεων (υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας) (Whorf, 1956).
Στο μυαλό, επίσης, έρχονται δύο πρόσφατα παραδείγματα από την ελληνική κοινωνία. Πρωτίστως, το γεγονός ότι ο ανάπηρος Ευρωβουλευτής Στέλιος Κυμπουρόπουλος ψήφισε υπέρ σε μία πρόταση στο Ευρωκοινοβούλιο που έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση. Με άλλα λόγια, ενώ ο ίδιος καταπιέζεται λόγω της αναπηρίας του, καθώς η Ελλάδα δε φημίζεται για τις υποδομές προσβασιμότητας, ο ίδιος ταυτόχρονα με την ψήφο του θα συνέβαλε στην ενίσχυση της καταπίεσης των γυναικών. Από την άλλη, η ηθοποιός Σοφία Μουτίδου, παρότι ανήκει σε μία καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα, αυτή των γυναικών, προέβη σε αναπαραγωγή ομοφοβικών στερεοτύπων και τσουβάλιασμα ανθρώπινων εμπειριών σε βίντεο που ανάρτησε στο YouTube.
Τι σημαίνει διαθεματικότητα για μία εξελισσόμενη κοινωνία;
Σε μία εξελισσόμενη κοινωνία που αποσκοπεί πράγματι στην ισότητα των μελών της και όχι σε μία επιφανειακή ενίσχυση των δικαιωμάτων τους, θα πρέπει να αλλάξουμε το αφήγημα που έχουμε μάθει από τη στιγμή που γεννιόμαστε: ότι ο κόσμος μάς ανήκει και μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Αντιθέτως, θα πρέπει να δούμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας ως καταπιεστές, που επεμβαίνουν, άλλοτε ρητά και άλλοτε άρρητα, στις ελευθερίες και στο δικαίωμα για ζωή των συμπολιτών μας. Η έννοια της διαθεματικότητας ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο να καλλιεργήσουμε τη δική μας ενσυναίσθηση και να καθοδηγηθούμε σε μία ενότητα ανθρώπων, χωρίς ταμπέλες και διακρίσεις.
Αντί, λοιπόν, να μαθαίνουμε στα μικρά κορίτσια να μη βγαίνουν μόνα τους το βράδυ, να τα νουθετούμε στο τι θα φοράνε και στο πώς θα φέρονται λιγότερο προκλητικά, οφείλουμε να δείξουμε στα μικρά αγόρια να αποφεύγουν να καταχράζονται τα προνόμια που τους έχουν δοθεί από την Πατριαρχία. Σίγουρα τα προνόμια αυτά, όπως και αντίστοιχων άλλων ταυτοτήτων, όπως η νευροτυπικότητα έναντι του στίγματος των ψυχικών νόσων, ίσως να μην μπορούν να απαλλαχθούν πλήρως από το άτομο. Όμως, μέσω της εκπαίδευσης στη διαθεματική προσέγγιση της κοινωνίας και της ατομικής εξέλιξης μπορούμε να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε στον κόσμο.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
American Psychological Association. (2017). Multicultural guidelines: An ecological approach to context, identity, and intersectionality.
Carrera-Fernández, M. V., & DePalma, R. (2020). Feminism will be trans- inclusive or it will not be: Why do two cis-hetero woman educators support transfeminism? The Sociological Review Monographs, 68(4), 745–762. https://doi.org/10.1177/0038026120934686
Crenshaw, K. W. (1989). Demarginalizing the Intersection of Race and Sex : A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine , Feminist Theory and Antiracist Politics. University of Chicago Legal Forum, 1989(1), Article 8.
Morrison, J. (2020). Invoking intersectionality : discursive mobilisations in feminism of the radical left. Social Movement Studies, 1–17. https://doi.org/10.1080/14742837.2020.1858779
Levine-Rasky, C. (2011). Intersectionality theory applied to whiteness and middle-classness. Social Identities, 17(2), 239–253. https://doi.org/10.1080/13504630.2011.558377
Whorf, B. L. (1956). Language, Thought and Reality. MIT Press.