Η σχέση ιατρικής και κοινωνίας μορφοποιείται ιστορικά και κοινωνικά, νοηματοδοτώντας το περιεχόμενο των λόγων και των πρακτικών που εισάγονται στον κοινωνικό χώρο. Η ιατρική, ως ένας χώρος παραγωγής κοινωνικού λόγου, οφείλει να είναι μέρος των φεμινιστικών και ηθικών ανησυχιών, καθώς εκφέρει έναν από τους ισχυρούς, ηγεμονικούς λόγους της εποχής μας. Μέρος αυτών των λόγων, συνδέεται με τη θεσμική και φυσικοποιημένη ετεροφυλοφιλία, η οποία απαιτεί και ρυθμίζει το φύλο και τους ρόλους που αυτό παράγει, ως δυαδική σχέση στην οποία ο ανδρικός όρος διαφοροποιείται από το γυναικείο μέσω πρακτικών που επιτελούν την ετεροφυλοφιλική θέσπιση της επιθυμίας (Butler, 2009, 50). Το φύλο, με αυτό τον τρόπο, ως σωματική τεχνουργία και συγκεκριμένα το βιολογικό φύλο, υπηρετεί τους αναπαραγωγικούς στόχους ενός συστήματος φυσικοποιημένης και υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας. Η σχέση φύλου και βιοηθικής είναι μία περίπλοκη σχέση, η οποία τείνει να θολώνεται από τις πρακτικές και τους θεσμούς υγείας, τις πλείστες των περιπτώσεων, με αποτέλεσμα, ό,τι δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του «κανονικού», το οποίο ερμηνεύεται ως το ετεροκανονικό, να παθολογικοποιείται. Στα πλαίσια του άρθρου μου θέλω να αναδείξω πώς αυτή η παθολογικοποίηση υποσκάπτει την ανθρώπινη υπόσταση των υποκειμένων, ως αυτόνομων όντων και πώς η βιοηθική πρέπει να ξεφύγει από τον ετεροφυλοφιλικό κανόνα, αναδεικνύοντας την ανάγκη μιας LGBTQI+ βιοηθικής.

Η βιοηθική, με θεμέλιο την ηθική φιλοσοφία, αφορά την αξιολόγηση πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα και τα όρια αυτής (Τσινόρεμα, 2006, 228). Η ηθική απορρέει από μία δέσμευση πάνω στην πράξη, με το ερώτημα «Πῶς βιωτέον», να εγείρεται κατά πάντων. Η βιοηθική στο ερώτημα του πώς πρέπει να ζούμε έχει συνεισφέρει εις βάθος, δημιουργώντας μία διαλεκτική σχέση γνώσης και πρακτικής, με κύριο στόχο την προστασία των προσώπων από τις καταχρήσεις στην έρευνα και στις πρακτικές και θεσμούς υγείας, συμβάλλοντας στην αποτροπή της χρήσης των προσώπων ως μέσων και της προστασίας τους. Παρόλα αυτά, στο χώρο της βιοηθικής, δεν έχουν εξεταστεί ενδελεχώς και τεθεί ως ζήτημα αλλαγής οι τρόποι με τους οποίους η νομοθεσία και η ιατρική έχουν ρυθμίσει και καταπιέσει άτομα με σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου που δε χωράει στον κανόνα του «φυσιολογικού».

Γύρω από το φάσμα της «μη κανονικότητας», για τον 18ο αιώνα οι ερμαφρόδιτοι ήταν μία τερατώδης ανάμειξη φύλων. Αυτές οι «κακές διαπλάσεις», αυτή η απόκλιση από τη φύση, ήταν λόγος ώστε να θεωρηθούν επικίνδυνοι, βάζοντας έτσι τα πλαίσια του κανονικού (Φουκώ, 152, 2010). Στον 18ο αιώνα εμφανίζεται μία γενική διαδικασία κανονικοποίησης. Ο μη-κανονικός θα γίνει το χλωμό τέρας. Στο τέρας απαντάται η έννοια της παρέκκλισης, η έννοια του Άλλου. Στο ίδιο μοτίβο θεσμικών λογοθετικών πρακτικών εντάσσεται και η ομοφυλοφιλία, όπου μέχρι το 1990 το να είσαι ομοφυλόφιλος ήταν συνώνυμο του να είσαι ψυχικά άρρωστος, καθώς η ομοφυλοφιλία ήταν καταχωρημένη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) στα ψυχικά νοσήματα. Επίσης, μία ακόμη κακοποιητική θεσμοθετημένη πρακτική, ήταν η αναγνώριση της τρανς ταυτότητας ως ψυχικής διαταραχής. Η τρανς ταυτότητα περιλαμβανόταν στο ICD-10, ως διάγνωση της «Διαταραχής Ταυτότητας Φύλου». Χρειάστηκε τα τρανς άτομα να δώσουν πολλούς αγώνες για την αποπαθολογικοποίηση των τρανς ταυτοτήτων, έως ότου το 2018 ο ΠΟΥ να αφαιρέσει τη τρανς ταυτότητα ως ψυχική διαταραχή από το ICD-11 (colouryouth.gr). Όσα αναφέρθηκαν έως τώρα, φανερώνουν ότι το φύλο λειτουργεί ως ένα εξαναγκαστικό μοτίβο φυσικοποιημένων εξουσιών και λογοθετικών πρακτικών· είναι μια παράσταση που αν δεν «παιχτεί» σωστά και δεν παράγει αυτή την «κανονικότητα», οι συνέπειές του είναι τιμωρητικές. Τα έμφυλα υποκείμενα που αναγνωρίζονται από ένα σύστημα φυσικοποιημένης ετεροφυλοφιλίας είναι όσα υποστηρίζουν το διπολικό στατικό έμφυλο σύστημα και κινούνται εντός των ορίων της ετεροκανονικότητας. Όσες έμφυλες ταυτότητες αποτυγχάνουν ή δεν θέλουν να συμμορφωθούν ή να κατανοηθούν από τους κανόνες πολιτισμικής διανοητότητας που ανθρωποποιoύν, ερμηνεύονται από τη κοινωνία μόνο ως αναπτυξιακές ανεπάρκειες ή λογικές αδυνατότητες που πρέπει να αποκλειστούν (Butler, 2009, 44).

Η Jamie Nelson, τρανς γυναίκα, καθηγήτρια φιλοσοφίας και βιοηθικής, θεωρεί ότι η βιοηθική πρέπει να ξεκινήσει τη συζήτηση για τη στάση της απέναντι στην LGBTQI+ κοινότητα, εισάγοντας τις κατάλληλες ιατρικές και πολιτικές πρακτικές, επιμένοντας ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να είναι ρητά ηθική. Οραματίζεται τη βιοηθική ως ένα πεδίο που θα συνδέει με τον καλύτερο τρόπο τον ανθρωπιστικό και ιατρικό κόσμο, φέρνοντας μέσω αυτής της σύνδεσης, νέες αναφορές για το φύλο και τη σεξουαλικότητα στις ιατρικές πρακτικές, που θα συνοδεύονται από κριτικές αναλύσεις της ασυμμετρίας της εξουσίας και των προνομιών στον χώρο της υγείας (Sudenkaarne, 2018[a], 41).

Οι συζητήσεις γύρω από το φύλο περιστρέφονται γύρω από μία ετεροκανονική χρονικότητα, η οποία παράγει ένα ηθικοποιητικό λόγο βάσει του οποίου οι αξίες της υγείας και οι βεβαιότητες της ιατρικής χρησιμοποιούνται για την εδραίωση συντηρητικών επιταγών, που ενισχύουν τον αποκλεισμό ατόμων και εν γένει κοινοτήτων από χώρους υγείας και παροχής φροντίδας (Wilkerson, 2013, 102). Οι ηθικοποιημένοι ιατρικοί λόγοι αλληλεπιδρούν με την υπάρχουσα αδικία και περιθωριοποίηση συγκεκριμένων ομάδων, προκαλώντας έμμεση και άμεση βλάβη στα ΛΟΑΤΚΙ+ υποκείμενα, ωθώντας τα σε ένα συστηματικό κύκλο βίας από ένα ετεροπατριαρχικό σύστημα και σε ένα πλαίσιο αορατότητας από το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στην υγεία και στη φροντίδα, τοποθετώντας με αυτό τον τρόπο τα υποκείμενα σε ένα μόνιμο καθεστώς ευαλωτότητας. Η ύπαρξη και η συντήρηση ενός κοινωνικού χώρου στον οποίο υπάρχουν διακρίσεις, προκαλεί άμεση βλάβη στο άτομο, είτε μέσα από την αποστέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων είτε μέσα από την απειλή για τη σωματική του ακεραιότητα, όπως για παράδειγμα τα εγκλήματα μίσους, π.χ. η άσκηση σωματικής βίας σε ένα άτομο λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του (Παπαθανασίου και Χρηστίδη, 2020, 29). Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του κύκλου βίας και θανάτου που βιώνει η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, είναι το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου για το 2021 έχουν αναφερθεί 43 δολοφονίες τρανς, non-binary ή gender-nonconforming ατόμων λόγω του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού τους (avmag.gr).

Η Judith Butler, χαρακτηριστικά, κάνοντας τη διάκριση της εγγενής επισφάλειας της ζωής, λόγω του εξ ορισμού πεπερασμένου και αβέβαιου χαρακτήρα του βίου και από την άλλη, της επισφάλειας ως μίας πολιτικά προκαλούμενης κατάστασης, θέλει να αναδείξει ακριβώς αυτό: ότι δεν είναι όλες οι ζωές το ίδιο ευάλωτες απέναντι στη βία, στην οδύνη, στον θάνατο (Κακολύρης, 2019). Η Butler συνδέει την επισφάλεια με την αναγνώριση. Όσες ζωές δεν χωράνε στον κανόνα του αναγνωρίσιμου, ωθούνται από κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές σε ένα καθεστώς επισφάλειας, το οποίο τους εισάγει στον χώρο του Άλλου, «επειδή δεν θεωρούνται άξιες ζωές αναγνώρισης στη σφαίρα της εμφάνισης, επειδή, με απλά λόγια, δεν μετράνε ως άνθρωποι» (ibid., 2019). Η εναντίωση, όμως, απέναντι στην επισφάλεια ως συνθήκη ζωής, είναι ένα ηθικό και πολιτικό αίτημα για μία αξιοβιώτη, ορατή ζωή.

Η LGBTQI+ βιοηθική εξετάζει κριτικά τη βάση στην οποία δικαιολογούνται οι λογοθετικές πρακτικές αποκλεισμού και ορισμένες κοινωνικο-ιατρικοποιημένες απόψεις για το φύλο και τη σεξουαλικότητα στην ιατρική ηθική, με αίτημα και κύριο στόχο την αποσυναρμολόγηση των cis-ετεροκανονικών θεμελιών της υγείας (Sudenkaarne, 2018[a], 36). Οφείλουμε να θεωρήσουμε τα ΛΟΑΤΚΙ+ θέματα υγείας, όχι ως μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ως μέρος μιας κοινότητας η οποία έχει εξίσου ανάγκη την ίση και ελεύθερη πρόσβαση στην υγεία. Το πώς θεωρούμε και το πώς θέλουμε να διαμορφώσουμε μια queer βιοηθική είναι εξίσου σημαντικό με το να εισάγουμε την LGBTQI+ κοινότητα στον χώρο του ανθρώπινου από τον οποίο ιστορικά και κοινωνικά έχει αποκοπεί (Wahlert και Fiester, 2012, iii).

Η LBGTQI+ βιοηθική έχει ως στόχο την τοποθέτηση της σεξουαλικότητας και του φύλου στον πυρήνα των ηθικών συζητήσεων που προκαλούνται από τις επαναδιαπραγματεύσεις της «κανονικότητας» στη βιολογία και την ιατρική, αμφισβητώντας το status quo, διαρρηγνύοντας έτσι τη σιωπή απέναντι στην αδικία των ΛΟΑΤΚΙ+ υποκειμένων και τις διακρίσεις που βιώνουν σε ιατρικές συναντήσεις και πολιτικές πρακτικές. Η LBGTQI+ βιοηθική εγείρει το αίτημα να εισαχθεί στον χώρο της ηθικής θεωρίας (Sudenkaarne, 2018[b], 77). Κάποια από τα θέματα που απασχολούν τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, που πρέπει να εισαχθούν στο χώρο της ορατότητας των ζητημάτων που απασχολούν τη βιοηθική, είναι η διαδικασία φυλομετάβασης (transition) των τρανς ατόμων και η ενήμερωσή τους για αυτήν, η οποία πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύει την αυτονομία των προσώπων, η προστασία της σωματικής ακεραιότητας των intersex παιδιών/ατόμων, η αναπαραγωγική δικαιοσύνη για ζευγάρια του ίδιου φύλου σε ζητήματα πρόσβασης σε ιατρικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η διευκόλυνση queer ζευγαριών στη διαδικασία της τεκνοθεσίας και η φροντίδα queer ατόμων σε τελικό στάδιο με τη δημιουργία δομών περίθαλψης και δομών ανακουφιστικής φροντίδας (hospice care) που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι Wahlert και Fiester, ενώ το ενδιαφέρον για την LGBTQI+ υγειονομική περίθαλψη στοχεύει να επισημάνει σημαντικά κενά και να ανακουφίσει σοβαρά ζητήματα για τη κοινότητα, μια τέτοια εργασία πρέπει να υποστηρίζεται από μια queer βιοηθική ως μεθοδολογία βιοηθικού και κριτικού ελέγχου, για να αποφευχθεί η διαιώνιση πολιτισμικών προτύπων που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα, την ταυτότητα φύλου και τη συμβατική οικογένεια, που μπορεί να επανατραυματίσουν και εκ νέου περιθωριοποιήσουν τα άτομα της κοινότητας (ibid., 76-77).

Εστιάζοντας στο ζήτημα της αναπαραγωγής, ως βαθιά βιοηθικό και έμφυλο ζήτημα, η LGBTQI+ βιοηθική πρέπει πρώτα και κύρια να στηριχθεί στην απόρριψη της ετερομελλοντικότητας (heterofuturity), την ιδέα ότι όλο το βιώσιμο μέλλον είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ετερο-αναπαραγωγή, δηλαδή την ιστορική και κοινωνική σύνδεση την υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας με την βιολογική αναπαραγωγή (ibid., 79). Η αναπαραγωγή και η ετερομελλοντικότητα είναι ένας σημαντικός ερευνητικός συνδυασμός για τη queer βιοηθική. Το ερώτημα για το τι παιδιά επιτρέπεται να γεννηθούν και από ποια άτομα, είναι ένα άκρως βιοηθικό ερώτημα, που έχει ανάγκη την queer ανάλυση. Η LGBTQI+ βιοηθική πρέπει να αντισταθεί στον αποικισμό των queer σωμάτων από τα ετεροπαραγωγικά ιατρικά πρότυπα υγείας και επιθυμίας, διαρρηγνύοντας τις αποδεκτές μορφές φύλου, σεξουαλικότητας, σώματος και μέλλοντος. Το μέλλον είναι ένα όραμα ζωτικής σημασίας για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, όπου ο αγώνας για επιβίωση δεν είναι ζήτημα εκπλήρωσης ενός μόνο στόχου, αλλά ζήτημα που διαπερνά ολόκληρο το βίο των LGBTQI+ προσώπων, εγείροντας το αίτημα για μια αξιοβίωτη ζωή. Μιλώντας με τους όρους του Giorgio Agamben, είναι το ζήτημα της «γυμνής ζωής» που βιώνουν συνεχώς τα ΛΟΑΤΚΙ+ υποκείμενα, μέσω συνεχών μορφών ακραίας καταστολής, συστηματικής καταπίεσης, περιθωριοποίησης και αποκλεισμού (ibid., 80). Μια ζωή καταδικασμένη στο όριο, μια ζωή καταδικασμένη στο κατώφλι του ορατού και του αόρατου που μοχθεί να εισχωρήσει στα πλαίσια του ορατού και να εισαχθεί στο κοινωνικό, μέσω συνεχών αγώνων και διεκδικήσεων.

Στόχος της LGBTQI+ βιοηθικής είναι η βελτίωση της υπάρχουσας ιατρικής δεοντολογίας, με τον απώτερο σκοπό αυτής της προσπάθειας να είναι ένας ηθικός συλλογισμός πιο εστιασμένος, πιο ευαίσθητος στο προσωπικό. Η προστασία των υποκειμένων και στη συγκεκριμένη περίπτωση των ΛΟΑΤΚΙ+ υποκειμένων, τόσο στις ιατρικές πρακτικές όσο και στην έρευνα, οφείλει να είναι ο πυρήνας της βιοηθικής. Τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, εστιάζοντας στο ζήτημα της έρευνας, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «αντικείμενα έρευνας», αλλά σαν ενεργά, αυτόνομα υποκείμενα τα οποία μάχονται για να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους και την ορατότητα στον χώρο της έρευνας. Μεταβαίνοντας στο ζήτημα των ιατρικών πρακτικών, η συνεχής και ενήμερη συναίνεση οφείλει να είναι προϋπόθεση για κάθε διαδικασία στην οποία τα υποκείμενα υποβάλλονται.

Η παραγωγή γνώσης τόσο για ζητήματα σεξουαλικότητας όσο και για ζητήματα ρευστότητας φύλου, πρέπει να απο-αποικιοποιηθεί από τους ηγεμονικούς λόγους, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της βιωμένης εμπειρίας των queer προσώπων. Η εδραίωση της queer προσωπικότητας στον χώρο της ιατρικής δεοντολογίας, πρέπει να γίνει με έναν queer-επιβεβαιωτικό τρόπο, ο οποίος θα περιλαμβάνει την αναγνώριση των απόψεων της LGBTQI+ ως εγκύρων και ως απαραίτητων για την κατανόηση των βιωμάτων των προσώπων (Sudenkaarne, 2018[a], 49). Ένας λόγος που θα έρχεται από τα άτομα για τα άτομα τα ίδια. Η LGBTQI+ βιοηθική είναι μία κρίσιμη στάση για τον απεγκλωβισμό των επιστημών υγείας από την cis-ετεροκανονικότητα και το οικουμενικό πρότυπο ανθρώπου, όπου η διερεύνηση και η δυνατότητα αλλαγής πρέπει να προσανατολιστούν προς τη διαθεματικότητα και τη κοινωνική δικαιοσύνη.

Οι λειτουργίες της υπάρχουσας γνώσης πρέπει να εντοπιστούν και να αμφισβητηθούν. Συγκεκριμένα, «μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αδικίας κάποιος έχει την εξουσία να κρίνει ποιος νομιμοποιείται να φέρεται ως παραγωγός γνώσης και ταυτόχρονα να αποφαίνεται για την εγκυρότητά της. Η θεσμοποιημένη αυτή εξουσία θεμελιώνει την αδικία εντός της, υποτίθεται, ουδέτερης και αμερόληπτης διαδικασίας παραγωγής γνώσης, αποτελώντας βασικό εργαλείο της ηγεμονίας, με αποτέλεσμα η γνώση για/και τους καταπιεσμένους να υποβαθμίζεται συστηματικά» (Ζαββού, 2021, 68). Μέσω της διαθεματικότητας, το τί σημαίνει να γνωρίζεις κάτι, θα αλλάξει με το αίτημα για ένα διαρκή και ανοιχτό βιοηθικό διάλογο για τα queer ζητήματα να εγείρεται ως αίτημα ηθικής και δικαιοσύνης. Η διαθεματικότητα προκρίνει την αποφυσικοποίηση, αποδόμηση και απονομιμοποίηση των κυρίαρχων κοινωνικών ταυτοτήτων (ibid., 73). Αυτός είναι ο στόχος μιας queer βιοηθικής. Η έξοδος από ένα κλειστό σύστημα ουσιοκρατικών επιστημονικών λόγων που αποκλείουν και η είσοδος σε έναν συνεχή και ανοιχτό διάλογο που χωράει όλα τα υποκείμενα.

Βιβλιογραφία

Sudenkaarne, Tiia, «Considering Unicorns: Queer Bioethics and Intersectionality»,

Journal of Queer Studies in Finland, 2018[a], 35-50.

Sudenkaarne, Tiia, «Queering Vulnerability: A Layered Bioethical Approach», Journal of the Finnish Anthropological Society, τόμ. 43, τχ. 3, 2018[b], 73-90.

Wilkerson, Abby, «I Want to Hold Your Hand: Abstinence Curricula, Bioethics, and the Silencing of Desire», Journal of Medical Humanities, τόμ. 34, 2013, 101-108.

Wahlert, Lance και Fiester, Autumn, «Queer Bioethics: Why its time has come» (Editorial), Bioethics, τόμ. 26, τχ. 1, 2021, ii–iv.

Butler, Judith, Αναταραχή Φύλου: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας, μτφρ., Καραμπέλας, Γιώργος, επιμ., Καντσά, Βενετία, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2009.

ΗΠΑ: Η 43η δολοφονία τρανς/non-binary ατόμου για το 2021, Ανακτήθηκε από: https://avmag.gr/317762/ipa-i-43i-dolofonia-trans-non-binary-atomoy-gia-to- 2021/?fbclid=IwAR3V5FfpK3H1J67VNzSc28zKik09DCzMP1LJ5rkulqAsso0xs13E- dGZ5Oc

Η τρανς αποπαθολογικοποίηση είναι γενονός, Ανακτήθηκε από: https://www.colouryouth.gr/2018/06/19/i-trans-apopathologikopoiisi-einai-gegonos/

Ζαββού, Αλεξάνδρα, «Η φεμινιστική προβληματική της διαθεματικότητας»,

Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών, τχ. 156, 2021, 55-86.

Κακολύρης, Γεράσιμος, «Επισφάλεια, επιτελεστικότητα και πολιτική του δρόμου : Για το βιβλίο της Judith Butler Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης», Feministiqa, τχ. 2, 2019, Ανακτήθηκε από:

https://feministiqa.net/episfaleia-epitelestikotita-politikidromou/

Παπαθανασίου, Νάνσυ και Χρηστίδη, Έλενα-Όλγα (επίμ.), Συμπερίληψη και ανθεκτικότητα: Βασικές αρχές ψυχοκοινωνικής στήριξης σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλου, Αθήνα: Gutenberg, 2020.

Τσινόρεμα, Σταυρούλα, «Η βιοηθική και η σύγχρονη κριτική της πράξης: Η ηθική στην εποχή της βιοτεχνολογίας», Δευκαλίων, τόμ. 24, τχ. 2, , 2006, 213-245.

Φουκώ, Μισέλ, Οι μη κανονικοί: Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-1975, μτφρ., Σιαμανδούρας, Σωτήρης, Αθήνα: Εστία, 2010.
Πηγή εικόνας: https://www.wikiart.org/en/tamara-de-lempicka/the-green-turban-1930