Το φύλο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στη δόμηση και οργάνωση της κοινωνίας, καθώς από πολύ μικρή ηλικία, στο άτομο αποδίδονται συγκεκριμένα ονόματα, τρόποι ντυσίματος, κοινωνικές συμπεριφορές, ρόλοι και προσδοκίες, βάσει του φύλου που του έχει αποδοθεί κατά τη γέννηση (Bussey & Bandura, 1999). Ακόμα, εδώ και πολλές δεκαετίες υπάρχει διαμάχη εντός των επιστημονικών κοινοτήτων για το αν η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από τα γονίδια που κληρονομεί το κάθε άτομο από τους γονείς του ή αν γεννιόμαστε ως tabula rasa (κενή πλάκα) που πάνω της χαράζονται οι κοινωνικές επιρροές (Crews et al., 2014). Το φύλο και οι έμφυλοι ρόλοι δεν αποτελούν εξαίρεση, καθώς η διαμόρφωση της ταυτότητας φύλου δε διέπεται μόνο από το γενετικό υπόβαθρο, αφού το φύλο σαν έννοια αποτελείται και από ψυχοκοινωνικές διαστάσεις (Wang et al., 2021).

Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Σύλλογο Ψυχολόγων, η ταυτότητα φύλου αφορά μία εγγενή και βαθιά αίσθηση του ατόμου ότι ανήκει στην κατηγορία «αγόρι/άντρας/αρσενικό», ή «κορίτσι/γυναίκα/θηλυκό», ή ακόμα και σε ένα εναλλακτικό φύλο εκτός αυτού του δίπολου. Η ταυτότητα φύλου μπορεί να αντιστοιχεί ή και όχι στο φύλο που αποδόθηκε στη γέννηση, ή στα πρωτογενή και δευτερογενή χαρακτηριστικά φύλου. Ακόμα, ακριβώς επειδή η ταυτότητα φύλου αποτελεί μία εσωτερική δομή, δεν είναι απαραίτητα εμφανής σε άλλα άτομα (APA, 2015).

Στην καλύτερη κατανόηση της ανάπτυξης της ταυτότητας φύλου, σημαντικότατο ρόλο διαδραμάτισε η έννοια των σχημάτων, και πιο συγκεκριμένα η Θεωρία Σχήματος Φύλου. Κατά τον Piaget, το σχήμα αποτελεί εκείνο το γνωστικό πλαίσιο που βοηθά στην οργάνωση και ερμηνεία πληροφοριών. Η δόμηση σχημάτων παρέχει στα άτομα ένα μοντέλο σκέψης και δράσης σε παρόμοιες συνθήκες (McVee et al., 2005). Σύμφωνα με τη Θεωρία Σχήματος Φύλου της Bem, ενόσω τα παιδιά μεγαλώνουν και αρχίζουν να μαθαίνουν για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του φύλου, σχηματίζουν παράλληλα σχήματα φύλου. Τα σχήματα φύλου που μαθαίνουν είναι εκείνα που είναι διαθέσιμα στην κουλτούρα τους, κι επομένως σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οποιοιδήποτε διαχωρισμοί και στερεότυπα μεταξύ των δύο φύλων που υφίστανται στην κοινωνία που μεγαλώνουν (Bem, 1981).

Η θεωρία της Bem αναμφισβήτητα ρίχνει φως στην κατανόηση του πώς οι κοινωνικές νόρμες επηρεάζουν την αντίληψη των ατόμων για το φύλο και τα οδηγούν σε αναπαραγωγή στερεοτύπων και διακρίσεων, αφού στην πλειονότητά τους οι κοινωνίες διέπονται από ανδροκεντρισμό (Bem, 1993). Ο «ανδροκεντρισμός» αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πολλά φαινόμενα ορίζονται από την ανδρική/αρρενωπή σκοπιά, με αποτέλεσμα η ανδρική οπτική να γίνεται το πρότυπο και ο,τιδήποτε άλλο παρεκκλίνει από αυτή να θεωρείται ως κατώτερο (Lemons & Parzinger, 2007). Ως αποτέλεσμα, ενισχύονται στερεοτυπικές πεποιθήσεις όπως το ότι συγκεκριμένα επαγγέλματα οφείλουν να επιλέγονται από συγκεκριμένα φύλα, αλλά και τρανσφοβικές πρακτικές, που απορρέουν από την αφομοίωση των πιο «αρρενωπών» νορμών (Watjen & Mitchell, 2013).

Σε πλήρη συμφωνία με την Bem, η φεμινίστρια φιλόσοφος Judith Butler αποτελεί ακόμα μία υπερασπίστρια του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού όσον αφορά την ανάπτυξη του φύλου. Η ίδια αμφισβητεί την πεποίθηση ότι ορισμένες έμφυλες συμπεριφορές είναι έμφυτες, καθώς η έμφυλη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, δηλαδή αυτό που συνήθως συνδέουμε με τη θηλυκότητα και την αρρενωπότητα, είναι στην ουσία μία παράσταση που επιβάλλεται στο άτομο από την κανονιστική ετεροφυλοφιλία (Butler, 1990). Επιπροσθέτως, η θεώρηση του φύλου ως κάτι το παραστατικό, για την Butler σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ταυτότητα φύλου πριν από τις έμφυλες πράξεις, ακριβώς επειδή οι πράξεις αυτές τροφοδοτούν διαρκώς την έμφυλη ταυτότητα. Με άλλα λόγια, οι έμφυλες πράξεις οδηγούν σε έναν φαύλο κύκλο προσδοκιών, στερεοτύπων και διακρίσεων, που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τις αντιλήψεις γύρω από το εκάστοτε φύλο (Butler, 1988).

Τα παραπάνω μπορούν να γίνουν αντιληπτά από το γεγονός ότι ενώ τόσο σε χώρες του Δυτικού όσο και σε χώρες του Ανατολικού Κόσμου υφίσταται έμφυλη βία και στερεότυπα, οι πρακτικές ωστόσο, που αυτά παίρνουν μορφή διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό (Hassanzadeh et al., 2014).

Επί παραδείγματι, χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο των τελετουργιών που αφορούν ακραίες τροποποιήσεις του σώματος για αισθητικούς λόγους, όπως σε φυλές του Καμερούν, που κυριαρχεί το υποχρεωτικό σιδέρωμα του στήθους κοριτσιών. Το σιδέρωμα στήθους είναι μια κοινωνική και πολιτιστική πρακτική που περιλαμβάνει τη χρήση θερμαινόμενων επίπεδων πλακών για να πιέσουν το αναπτυσσόμενο στήθος ενός κοριτσιού, συνήθως από στενούς συγγενείς (μητέρες, γιαγιάδες, θείες), έτσι ώστε να εμποδιστεί η ανάπτυξη των μαστών (Amahazion, 2021).

Παρ’ όλα αυτά, η θέση της γυναίκας στις μη δυτικές κοινωνίες, δεν είναι ίδια σε κάθε κουλτούρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανισότητα μεταξύ των φύλων μπορεί να έχει ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είθισται να παρατηρείται σε πατριαρχικές κοινωνίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φυλή Χάσι της πολιτείας Μεγκαλάγια, βορειοανατολικά της Ινδίας, όπου η οικογενειακή ζωή οργανώνεται γύρω από το σπίτι της μητέρας. Επικεφαλής της οικογένειας είναι η γιαγιά, που ζει με τις ανύπαντρες κόρες της, τη μικρότερη κόρη της (ακόμα κι αν είναι παντρεμένη), αλλά και τα παιδιά της μικρότερης κόρης της (Van Ham, 2000). Σε αυτή τη μητριαρχική κοινωνία, οι γυναίκες της φυλής δεν κατέχουν γενικά τους ρόλους που αναλαμβάνουν αντίστοιχα οι άνδρες σε πατριαρχικές κοινωνίες, αλλά ζουν πάντα σε νοικοκυριά στα οποία αυτές ή η μητέρα τους παίρνουν τις αποφάσεις του σπιτιού. Οι άνδρες, και ειδικότερα οι σύζυγοι, αντιθέτως, συχνά κατέχουν ρόλους που φαίνεται να αντικατοπτρίζουν εκείνους των γυναικών στις πατριαρχικές κοινωνίες, χωρίς να έχουν εξουσία ή περιουσία. Μάλιστα, η θέση των ανδρών στην κοινωνία των Χάσι οδήγησε ακόμα και στη δημιουργία κινήματος για τα δικαιώματα των ανδρών (Nonbgri, 1988).

Παρατηρείται, επομένως, ότι οι έμφυλοι ρόλοι πράγματι, υπόκεινται σε υποκειμενικές ερμηνείες της εκάστοτε κοινωνίας, καθώς το πώς αντιλαμβάνεται η κάθε κουλτούρα το δίπολο άντρας/γυναίκα και τί αναμένεται από τους ρόλους που αποδίδονται σε κάθε άτομο ανάλογα το φύλο του, οδηγεί σε διαφορετικές καταπιέσεις, είδη διακρίσεων και ανισότητα.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Amahazion, F. (2021). Breast ironing: A brief overview of an underreported harmful practice. Journal of Global Health, 11, 03055. https://doi.org/10.7189/jogh.11.03055

American Psychological Association. (2015). Guidelines for Psychological Practice with Transgender and Gender Nonconforming People. American Psychologist, 70(9), 832-864. doi.org/10.1037/a0039906

Bem, S. L. (1981). Gender Schema Theory: A Cognitive Account of Sex Typing. Psychological Review, 88(4), 354-364.

Bem, S. L. (1993). The lenses of gender: Transforming the debate on sexual inequality. Yale University Press.

Bussey, K., & Bandura, A. (1999). Social cognitive theory of gender development and differentiation. Psychological Review, 106, 676–713.

Butler, J. (1988). Performative Acts and Gender Constitution: An Essay in Phenomenology and Feminist Theory. Theatre Journal, 40(4), 519-531. doi:10.2307/3207893

Butler, J. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Routledge.

Crews, D., Gillette, R., Miller-Crews, I., Gore, A. C., & Skinner, M. K. (2014). Nature, nurture and epigenetics. Molecular and Cellular Endocrinology, 398(1-2), 42–52. doi:10.1016/j.mce.2014.07.013

Hassanzadeh, J., Moradi, N., Esmailnasab, N., Rezaeian, S., Bagheri, P., & Armanmehr, V. (2014). The Correlation between Gender Inequalities and Their Health Related Factors in World Countries: A Global Cross- Sectional Study. Epidemiology Research International, 2014, 1–8. doi:10.1155/2014/521569

Lemons, M. A., & Parzinger, M. (2007). Gender Schemas: A Cognitive Explanation of Discrimination of Women in Technology. Journal of Business and Psychology, 22(1), 91–98. doi:10.1007/s10869-007-9050- 0

McVee, M. B., Dunsmore, K., & Gavelek, J. R. (2005). Schema Theory Revisited. Review of Educational Research, 75(4), 531–566. doi:10.3102/00346543075004531

Nongbri, T. (1988). Gender and the Khasi Family Structure: The Meghalaya Succession to Self-Acquired Property Act, 1984. Sociological Bulletin, 7(1 and 2), 71–82.

Van Ham, P. (2000). The Seven Sisters of India: Tribal Worlds between Tibet and Burma. Prestel Publishers.

Wang, J., Aaron, A., Baidya, A., Chan, C., Wetzler, E., Savage, K., Joseph, M., & Kang, Y. (2021). Gender differences in psychosocial status of adolescents during COVID-19: a six-country cross-sectional survey in Asia Pacific. BMC Public Health 21, 2009. https://doi.org/10.1186/s12889-021- 12098-5

Watjen, J., & Mitchell, R. W. (2013). College men’s concerns about sharing dormitory space with a male-to-female transsexual. Sexuality and Culture, 17, 132–166. doi:10.1007/s12119-012- 9143-4.

πηγή εξωφύλλου: https://miro.medium.com/max/1024/1*bik-knVlmmCVMz4jE_kv_A.jpeg