Και αν είμαι μίσανδρη;

Στο βιβλίο της «Μισώ τους άνδρες» (Moi les hommes, je les déteste), η Pauline Harmange (2021) αγκαλιάζει τα μισανδρικά της αισθήματα, και εξερευνά το αν η έκφραση του θυμού των γυναικών απέναντι στους άνδρες μπορεί να αποτελέσει ένα «χαρούμενο και χειραφετητικό ταξίδι». Το βιβλίο προκάλεσε αντιδράσεις στη Γαλλία, και η απόπειρα λογοκρισίας του, από έναν σύμβουλο του γραφείου Ισότητας, του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα. Με αφορμή τους προβληματισμούς που θέτει το βιβλίο, θα διερευνηθούν κάποιες όψεις της μισανδρίας, και θα τεθούν ερωτήματα σχετικά με το τι μπορεί να προσφέρει αυτή στο φεμινιστικό κίνημα.

Η λέξη μισανδρία συναντάται συνήθως στους κύκλους της «ανδρόσφαιρας» και χρησιμοποιείται, κυρίως, για να περιγράψει μία καρικατούρα φεμινίστριας, τη γυναίκα που παρουσιάζεται ως “αξύριστη, αδέσμευτη και πολεμά τους άντρες και οτιδήποτε αντρικό”, για αυτό και αντιτίθεται στην παραδοσιακή οικογένεια και την ιεραρχία μέσα σε αυτή. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η μισανδρία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους αντι-φεμινιστές, για να εκφράσει το αντίπαλο δέος του μισογυνισμού, και να ενώσει σε ένα μέτωπο τις αδικίες που επιφύλασσε η κοινωνία και το νομικό σύστημα για τον ανδρικό πληθυσμό. Έτσι, πίσω από τη μισανδρία συσπειρώθηκαν πατεράδες που θεωρούσαν ότι πλήρωναν υπέρογκα ποσά για διατροφή, οπαδοί της alt-right ιδεοληψίας και, γενικότερα, του συντηρητικού χώρου, ακτιβιστές υπέρ των ανδρικών δικαιωμάτων.  

Οι φεμινιστικοί χώροι έχουν δικαιολογημένα διχαστεί όσον αφορά στην οικειοποίηση του όρου. Το μίσος είναι λέξη αρνητικά χρωματισμένη και συνυφασμένη στην κοινωνική της έκφραση με τον σεξισμό, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, και γενικά τις πολιτικές διακρίσεων και διαχωρισμού. Είναι εύλογη, λοιπόν, η ύπαρξη μιας διστακτικότητας στη σύνδεση ενός κινήματος με την έννοια του μίσους. Συγκεκριμένα, η μισανδρία στιγμάτισε ολόκληρες ομάδες φεμινιστριών και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη ρητορική ενάντια στους αγώνες τους (Védie, 2021). 

Ένα άλλο πρόβλημα που εντοπίζουν ορισμένες φεμινίστριες, θεωρητικοί, στη χρήση του όρου είναι ότι λειτουργεί ενάντια στην προσπάθεια αποδόμησης των κοινωνικών ταυτοτήτων. Ο ορισμός των ανδρών ως ενιαίου εχθρού του φεμινισμού προϋποθέτει ότι όλες οι γυναίκες είναι φεμινίστριες, παραβλέποντας ότι στο πλευρό ή στο πρόσωπο του καταπιεστή μπορεί να βρεθεί μία γυναίκα,  και ότι το «φύλο του φεμινισμού» είναι υποχρεωτικά γυναικείο. Με αυτόν τον τρόπο, η φεμινιστική μισανδρία μπορεί ενίοτε να ενισχύσει το δίπολο και την κανονιστική λειτουργία του φύλου (Elam, 1994; Hekman, 2000). 

Επίσης, όπως επισημαίνει και η Bell Hooks (1984), ο ισχυρισμός των λευκών αστών γυναικών ότι «οι άντρες είναι ο εχθρός» πετυχαίνει, κυρίως, να τραβήξει τα βλέμματα μακριά από την, κατά τα άλλα, διαρκή καταπίεση και εκμετάλλευση που αυτές ασκούν και υποστηρίζουν, ως μέλη της λευκής μεγαλοαστικής τάξης. Υπό μία σκοπιά, λοιπόν, μέσω της μισανδρίας επιτελείται ένας φεμινιστικός αγώνας, πρωτίστως αντι-σεξιστικός, με τις άλλες μορφές καταπίεσης να αποκτούν δευτερεύουσα σημασία. Ένας σύγχρονος φεμινισμός, ωστόσο, για να διατηρήσει το πολιτικό του πρόσημο, χρειάζεται να είναι διαθεματικός.  

Γιατί να γίνεται αυτή τη συζήτηση και γιατί να δίνεται τόση σημασία σε μία λέξη; Το πρόβλημα με τον όρο μισανδρία, όταν χρησιμοποιείται για να πολεμήσει τις φεμινίστριες, είναι η ευκολία με την οποία μπορεί δυνητικά να αποδυναμώσει ένα ολόκληρο κίνημα. Δεν λειτουργεί απλά αντιθετικά στον μισογυνισμό, αλλά εξισώνει την καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες, με αυτή που υφίστανται οι άνδρες, επικυρώνοντας, έτσι, τη θεωρία του αντίστροφου σεξισμού. Στην ουσία, αρνείται τον λόγο ύπαρξης του φεμινισμού, την πατριαρχία, την έμφυλη ανισότητα που είναι δομικό στοιχείο του συστήματος, και υποβαθμίζει τα υποκείμενα του φεμινισμού σε ύπουλα πρόσωπα που διασπείρουν ανακρίβειες, και διασύρουν το ανδρικό φύλο. Έτσι, προκύπτει η αναγκαιότητα να επανεξεταστεί μία διαφορετική ερμηνεία της μισανδρίας, προσαρμοσμένη σε μια πιο αντικειμενική και ρεαλιστική ιδεολογική προσέγγιση. 

Το στίγμα, σύμφωνα με τον Goffman (1986), είναι μία πρακτική η οποία μέσα σε μία δεδομένη κοινωνική αλληλεπίδραση προκαλεί την απαξίωση της κοινωνικής ταυτότητας ενός υποκειμένου, διαχωρίζοντας τα υποκείμενα σε «κανονικά» και «αποκλίνοντα» (deviant). Χαρακτηριστικό παράδειγμα στιγματισμού κοινωνικής ομάδας αποτελεί η περίπτωση των λεσβιών των οποίων το υποτιθέμενο μίσος για τους άνδρες «επικύρωσε» τη λεσβοφοβική βία. Το επίθετο «λεσβία», ειδικά τη δεκαετία του ’70,  χρησιμοποιήθηκε εκτενώς ως χαρακτηρισμός για τις φεμινίστριες, ώστε η σύνδεση των φεμινιστριών με «αποκλίνοντα» άτομα να οδηγήσει στην υποτίμηση του σκοπού του κινήματος και να συντελέσει στην κατηγοριοποίηση των φεμινιστριών ως μη-κανονικών (Védie, 2021).

Σύμφωνα με τη Butler (1993), το στίγμα λειτουργεί ως μηχανισμός ο οποίος στον δημόσιο λόγο χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τα σώματα που έχουν σημασία από αυτά που δεν έχουν, τα υποκείμενα από τα μη-υποκείμενα, μέσω της εγκαθίδρυσης και της διαιώνισης κανονιστικών νορμών. Έτσι, η μισανδρία, η «ασθένεια» από την οποία νοσούν οι φεμινίστριες, είναι καθοριστική στη διαμόρφωση σωμάτων και φωνών που δεν μετράνε.

Η Butler (1997) επικεντρώνεται ιδιαίτερα στο πώς ο τραυματιστικός-στιγματιστικός λόγος (injurious speech) διαμορφώνει την υποκειμενικότητα και τις επιτελεστικές ταυτότητες. Υποστηρίζει ότι το τραύμα που προκαλούν οι συγκεκριμένες λέξεις μπορεί να φαίνεται ότι παραλύει το άτομο-αποδέκτη, ωστόσο, συχνά εγείρει μία απροσδόκητη και ηχηρή απάντηση. Μέσω της πρακτικής της αντιστροφής του στίγματος (stigma reversal), το υποκείμενο το οποίο βιώνει το τραύμα μπορεί να εντάξει τη στιγματιστική λέξη στα εργαλεία με τα οποία συνδιαλέγεται, ώστε να την επανανοηματοδοτήσει σε θετικό στοιχείο της κοινωνικής του ταυτότητας. Με αυτόν τον τρόπο, όταν οι φεμινίστριες αυτό-αποκαλούνται μίσανδρες, αλλάζουν το πρόσημο του όρου ώστε να υπονομεύσουν την αρχική λειτουργία της λέξης, αυτή της αφοπλιστικής προσβολής (Védie 2021).

Μία εφαρμογή της «φεμινιστικής» μισανδρίας μπορεί να εντοπιστεί στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το επίκεντρο του διαδικτυακού ακτιβισμού. Χιουμοριστικές απεικονίσεις με catchphrases όπως “men are temporary; cats are forever”, mermaids “bathing in male tears”, eyeliner wings “so sharp they can kill a man” είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές του χιούμορ που επιστρατεύει τη μισανδρία. Τα memes αυτά απορρέουν από την πεποίθηση ότι οι γυναίκες που μισούν τους άνδρες είναι μη-θηλυκές και αντικρούουν την πεποίθηση αυτή παρέχοντας τόσο ένα inside joke όσο και μία κίνηση-ματ. Η μισανδρία χάνει το νόημα που της έχει αποδοθεί από τους MRAs (men’s rights activists) και πλέον εκφράζει τον φεμινιστικό θυμό, ενώ λειτουργεί ως γεννήτρια ενός φανταστικού κόσμου στον οποίο οι φεμινίστριες είναι ικανές να προξενήσουν δάκρυα και πόνο στους άντρες για όλη την αδικία που έχουν υποστεί οι θηλυκότητες (Marwick & Caplan 2018). 

Τελειώνοντας, θα επιστρέψουμε πίσω στη μισανδρία της Harmange. «Πιστεύω ότι δεν πρέπει πλέον να φοβόμαστε να δηλώσουμε και να ζήσουμε τη μισανδρία μας. […] Ποιος θα το πίστευε ότι θα υπήρχε τόση χαρά στη μισανδρία; Αυτή η ψυχική κατάσταση, αντίθετα από αυτό που η πατριαρχική κοινωνία θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε, δεν μας καθιστά ξινές και μόνες. Πιστεύω ότι η απέχθεια προς τους άνδρες μάς ανοίγει τις θύρες της αγάπης προς τις γυναίκες (και για τον εαυτό μας) σε όλες τις μορφές που αυτή μπορεί να πάρει. Και ότι χρειαζόμαστε αυτή την αγάπη -αυτή τη γυναικεία αλληλεγγύη- για να απελευθερωθούμε» (Harmange, 2021). Οι σκέψεις της Harmange ανοίγουν νέες προοπτικές για τη χρήση της μισανδρίας, ωστόσο εμείς δεν ξέρουμε κατά πόσο η γυναικεία αλληλεγγύη μπορεί να είναι το ζητούμενο του φεμινισμού εν γένει, αλλά και της μισανδρίας ειδικά. Το 2022, η συγκρότηση μιας αλληλέγγυας κοινότητας στη βάση της θηλυκής εμπειρίας είναι αμφιλεγόμενη (και παρωχημένη), αν αναλογιστούμε το πόσο διαφορετική είναι η εμπειρία της κάθε θηλυκότητας και το πώς η κοινότητα χρειάζεται να δημιουργήσει χώρο και για άλλα καταπιεσμένα από την πατριαρχία άτομα.

Βιβλιογραφία

Butler, J. (1993). Bodies that matter: on the discursive limits of ‘sex’. New York: Routledge.

Butler, J. (1997). Excitable Speech: A Politics of the Performative. New York: Routledge.

Elam, D. (1994). Feminism and Deconstruction: Ms. En Abyme. London; New York: Routledge.

Goffman, E. (1986). Stigma: Notes on the Management of Spoiled Identity. New York: Simon &

Schuster.

Harmange, P. (2021). Μισώ τους άνδρες. Οξύ.

Hekman, S. (2000). Beyond identity: Feminism, identity and identity politics. Feminist Theory, 1(3): 289–308.

Hooks, B. (1984). Feminist theory: From margin to center Boston. MA: SAGE Publications.

Marwick, A. E., & Caplan, R. (2018). Drinking male tears: Language, the manosphere, and networked harassment. Feminist Media Studies, 18(4), 543-559.

Védie, L. (2021). Hating men will free you? Valerie Solanas in Paris or the discursive politics of misandry. European Journal of Women’s Studies 2021, 28(3) 305–319.