Περιγραφή και πηγή εξωφύλλου: Η εικόνα απεικονίζει σε μπεζ φόντο πέντε φιγούρες με χρωματιστά ρούχα να συνομιλούν μεταξύ τους ενώ πάνω από τα κεφάλια τους αιωρούνται συννεφάκια ομιλίας. https://counseling.northwestern.edu/blog/inclusive-language-guide/

Τα τελευταία χρόνια οι όροι αρρενωπότητα και θηλυκότητα, και για την ακρίβεια οι πληθυντικοί τους, αρρενωπότητες και θηλυκότητες, γίνονται όλο και περισσότερο αναπόσπαστο μέρος των φεμινιστικών και λοατκι λόγων και διεκδικήσεων. Αναμφισβήτητα η αυξανόμενη αυτή τάση συνδέεται με τις γενικότερες απόπειρες εντός του φεμινιστικού και λοατκι κινήματος στην Ελλάδα -τάση που συνάδει γενικότερα με ανάλογες απόπειρες παγκοσμίως- να εκφέρει λόγο πιο συμπεριληπτικό, ειδικά προς τα τρανς άτομα και τις τρανς ταυτότητες [1]. Αυτή η πρακτική της χρήσης συμπεριληπτικού λόγου αφενός αποσκοπεί στο να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους διαφορετικά έμφυλα βιώματα και έμφυλες μορφές διακρίσεων συνδέονται και τέμνονται μεταξύ τους, καθιστώντας -τουλάχιστον σε επίπεδο λόγου- δυνατή την εκπροσώπησή, εντός και εκτός του κινήματος, των υποκειμένων με τα εν λόγω βιώματα. Αφετέρου -και προς μεγάλη απογοήτευση δήθεν φεμινιστικών κύκλων (βλέπε terfs)- αποσκοπεί στην διεύρυνση και αμφισβήτηση όρων και έμφυλων ταυτοτήτων, όπως γυναίκες και άνδρες, που ιστορικά έχουν ταυτιστεί με μια έμφυλη ουσιοκρατία, στην βάση της οποίας ασκείται η διεκδίκηση των έμφυλων δικαιωμάτων.

Η χρήση των συγκεκριμένων όρων έχει πλέον επεκταθεί και εκτός των κινηματικών χώρων στους οποίους πρωτοεμφανίστηκαν και συναντιέται ακόμα και σε πιο φιλελεύθερα mainstream μέσα ενημέρωσης και νεοφιλελεύθερους χώρους (1, 2, 3). Καθώς όμως οι όροι αυτοί συναντούν όλο και πιο ευρεία χρήση, ελλοχεύει ο κίνδυνος στην καλύτερη να γίνουν απλά νεολογισμοί και στην χειρότερη να μην έχουν κανένα ριζοσπαστικό νόημα και αντίκτυπο.

Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό μια αγαπημένη διαδικτυακή φεμινιστική σελίδα ανέβασε ένα ποστ στο οποίο υπό το πρίσμα του όρου θηλυκότητες έθιγε διάφορα ζητήματα τα οποία βιώνουν και μέσω των οποίων γαλουχούνται στην (ελληνική) κοινωνία τα εν λόγω άτομα. Παρόλα αυτά τα εν λόγω ζητήματα αφορούσαν κατά κύριο λόγο cis-(ετεροφυλόφιλα-)γυναικεία βιώματα, όπως η cis-εγκυμοσύνη, η απόκτηση παιδιών μέσω αυτής, αλλά και η cis-μητρότητα, τα οποία αντιμετωπίζονταν λίγο πολύ ως η νόρμα των εμπειριών των θηλυκοτήτων. Στα σχόλια αναγνώστριες πρόσθεταν τις δικές τους αντίστοιχες εμπειρίες, πάλι από μια κυρίως cis-straight οπτική. Αυτό δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα άλλο ποστ με αφορμή την διακίνηση γυμνών φωτογραφιών γυναικών στο Telegram μια αντίστοιχη σελίδα έκανε χρήση του όρου θηλυκότητες για να μιλήσει ωστόσο για την κοινωνική υποτίμηση και ενοχοποίηση των γυμνών γυναικείων cis σωμάτων σε cis-ετεροφυλόφιλα πλαίσια, ταυτίζοντας μάλιστα εμμέσως τα πέη με κακοποιητικές συμπεριφορές cis-straight άνδρών. Όμως δεν είναι μόνο το “θηλυκότητες” που εμπίπτει σε τέτοιες χρήσεις, όπου εν τέλει με τον όρο εννοούνται cis-, και κατά κύριο λόγο ετεροφυλόφιλα, γυναικεία βιώματα τα οποία ταυτίζονται με αυτόν. Αντίστοιχες χρήσεις παρατηρούνται και με το “αρρενωπότητες”. Για παράδειγμα στα πλαίσια καταγγελιών σεξουαλικών παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων σε πανεπιστημιακούς χώρους εις βάρος γυναικών, τρανς και γκέι ατόμων ένα άλλο ποστ έβλεπε τους θύτες να είναι αρρενωπότητες σε θέσεις εξουσίας και όχι cis-άνδρες, πιθανότατα ετεροφυλόφιλοι.

Τα παραδείγματα όπου οι όροι αρρενωπότητες και θηλυκότητες χρησιμοποιούνται για να περιγραφούν συμπεριφορές, διακρίσεις, βιώματα και καταστάσεις που ως επι το πλείστον αφορούν τους cis άνδρες και τις cis γυναίκες αντίστοιχα βρίθουν [2]. Το παράδοξο είναι ότι σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις η χρήση αυτών των όρων γίνεται στα πλαίσια μιας διάθεσης συμπεριληπτικότητας, με μάλιστα ξεκάθαρες τοποθετήσεις από πλευράς αυτών των ομάδων υπέρ των τρανς ατόμων και των δικαιωμάτων τους. Για να γίνουν αντιληπτές όμως οι συνέπειες της ταύτισης αυτών των όρων με cis ταυτότητες, χρειάζεται μια κοντινότερη εξέταση αυτών και του ελληνικού πλαισίου.

Πρώτα από όλα πρέπει να γίνει ο εξής διαχωρισμός: οι όροι αρρενωπότητα και θηλυκότητα πρέπει, τουλάχιστον εννοιολογικά, να διαχωριστούν από την μια ως στοιχεία που αποδίδονται σε φύλα και από την άλλη (κυρίως στον πληθυντικό αριθμό) ως έμφυλες ταυτότητες.

Στην πρώτη περίπτωση ως θηλυκότητα, σύμφωνα με την τρανς θεωρητικό και βιολόγο Julia Serano, μπορούμε να κατανοήσουμε “συμπεριφορές, συνήθειες-τρόπους (mannerisms), ενδιαφέροντα, και ενδυματολογικά στυλ που στην κοινωνία μας συνδέονται συνήθως (αλλά όχι αποκλειστικά) με γυναίκες”. Αντίστοιχα η έννοια της αρρενωπότητας δηλώνει την σύνδεση όλων των προαναφερθέντων, αλλά πάλι όχι αποκλειστικά, με τους άνδρες.

Είναι σημαντικό να τονιστεί, όπως δείχνουν οι παραπάνω ορισμοί, ότι οι έννοιες της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας αφενός δεν είναι κάτι που αποδίδεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένα φύλα -για παράδειγμα η αρρενωπότητα στους άνδρες και η θηλυκότητα στις γυναίκες-, αλλά χαρακτηριστικά τα οποία ξεπερνούν τα (cis-)έμφυλα κανονιστικά πρότυπα. Αφετέρου, η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα δεν είναι εγγενή χαρακτηριστικά ενός Χ φύλου αφού η σύνδεσή τους με συγκεκριμένα φύλα προκύπτει σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά ούτε και αποκλείουν το ένα το άλλο.

Σε αυτή την πρώτη περίπτωση τοποθετείται η πλειάδα των κοινωνικών και επιστημονικών ερευνών που καταπιάνονται με την μελέτη της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας ως κοινωνικά και έμφυλα φαινόμενα [3]. Προϊόν αυτών είναι ταξινομήσεις διαφόρων μορφών αρρενωπότητας και θηλυκότητας και συγκεκριμένα όροι όπως η τοξική και ηγεμονική αρρενωπότητα, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι εκτός αυτών των ακαδημαϊκών και ερευνητικών πλαισίων. Κάποιοι άλλοι όροι μάλιστα όπως αυτός της τοξικής θηλυκότητας, έχουν χρησιμοποιηθεί από αντιδραστικούς και alt-right κύκλους για να δηλώσουν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που αρχικά σήμαιναν. Αντίστοιχοι αλλά λιγότερο εκτός της ακαδημίας γνωστοί όροι είναι αυτός της θηλυκής αρρενωπότητας ή της παραδοσιακής θηλυκότητας ή της συνένοχης (complicit) αρρενωπότητας.

Σε αντίθεση με αυτή την πρώτη σημασία και χρήση των όρων, στην δεύτερη περίπτωση αυτοί χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν εξ ολοκλήρου φύλα και έμφυλες ταυτότητες. Η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα εδώ δεν είναι φαινόμενα σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς της Julia Serano, αλλά φύλα και έμφυλες ταυτότητες. Με άλλα λόγια, ενώ στην πρώτη περίπτωση η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα είναι κάτι που έχουν, κάνουν ή επιτελούν τα φύλα, στην δεύτερη περίπτωση η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα είναι φύλα. Ως εκ τούτου στα πλαίσια φεμινιστικών διεκδικήσεων και φεμινιστικού λόγου κυριαρχεί συνήθως η χρήση τους στον πληθυντικό αριθμό.

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια η χρήση των εν λόγω ορισμών σε φεμινιστικούς χώρους έχει σχεδόν καθιερωθεί. Παρά την σχετικά πρόσφατη εμφάνισή τους είναι δύσκολο να εντοπιστεί μια μοναδική χρονική στιγμή που σηματοδότησε την αφετηρία της χρήσης των όρων με αυτή τους την δεύτερη σημασία, αφού γλωσσικά ταυτίζονται, περιπλέκοντας έτσι την αναζήτηση στο διαδίκτυο και σε αρχεία ομάδων. Μια από τις πρώτες χρήσεις ωστόσο που εντοπίσαμε, είναι αυτή από την ομάδα Πολιτικά Χοντρέλες/Political Fatties, της οποίας τα μέλη στα πλαίσια του Outview Festival 2016 (Απρίλιος 2016) μίλησαν για τα βιώματά τους ως “χοντρές θηλυκότητες”. Λίγο αργότερα στα πλαίσια κριτικής του Athens Pride (Ιούνιος 2016) η ομάδα queer ντεκαπάζ έκανε λόγο για “τρανς θηλυκότητες/αρρενωπότητες”, για “μετανάστριες θηλυκότητες” αλλά και “ελληνικές αρρενωπότητες”. Την ίδια αλλά και την επόμενη χρονιά αντίστοιχες χρήσεις εντοπίζονται από διάφορες αναρχοφεμινιστικές και τρανσφεμινιστικές ομάδες (1, 2). Από το 2018 και εξής, και πιθανότατα σε συνάρτηση με την δολοφονία “μια[ς] άλλη[ς] θηλυκότητα[ς]”, της/του Zackie/Ζακ, η παραπάνω χρήση των όρων φαίνεται να εντατικοποιείται και να εδραιώνεται στα πλαίσια φεμινιστικών και λοατκι διεκδικήσεων και λόγων [4].

Χωρίς αμφισβήτηση θα ήταν παράδοξο να ισχυριστούμε ότι τα όρια των παραπάνω εννοιολογήσεων δεν ταυτίζονται εν μέρει, ότι δηλαδή η μια χρήση των όρων αποκλείει την άλλη. Αν μη τι άλλο τα εννοιολογικά πλαίσια του πρώτου, δηλαδή το τι γίνεται κοινωνικά αντιληπτό ως θηλυκότητα και τι ως αρρενωπότητα στα πλαίσια των έμφυλων ρόλων, επηρεάζουν τι γίνεται κατανοητό ως θηλυκότητα και αρρενωπότητα στην δεύτερη περίπτωση, δηλαδή ως έμφυλες ταυτότητες και φύλα. Όμως τι πραγματικά εννοείται με την χρήση αυτών των όρων; Ρίχνοντας μια ματιά σε διάφορες αναφορές σε θηλυκότητες και αρρενωπότητες στο διαδίκτυο, αφενός παρατηρείται ότι το θηλυκότητες συναντάται πολύ συχνότερα από το αρρενωπότητες. Αυτό δεν πρέπει να παραξενεύει καθόλου καθώς ιστορικά ο φεμινισμός γεννήθηκε μέσα από τα βιώματα και τους αγώνες τρανς ατόμων και γυναικών, εστιάζοντας πρωτίστως στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών αλλά και άλλων κοινωνικών ομάδων που αποκλίνουν από τα έμφυλα πρότυπα της ετεροφυλόφιλης-λευκής-cis-αρτιμελούς ανδρικής ταυτότητας και αρρενωπότητας, τα οποία χαίρουν πολλών προνομίων στην πατριαρχία [5]. Αφετέρου παρατηρείται ότι οι όροι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χρησιμοποιούνται χωρίς κάποια επεξήγηση για το ποια άτομα πραγματικά εννοούνται με αυτούς.

Είναι η κοινωνική καταπίεση, οι διακρίσεις και η έμφυλη βία που συχνά αντιμετωπίζουν τα σώματα και φύλα που δεν συμμορφώνονται και εμπίπτουν στα πρότυπα μιας ετεροφυλόφιλης-λευκής-cis-αρτιμελούς ανδρικής ταυτότητας και αρρενωπότητας που κάνει κάποιο άτομο θηλυκότητα; Τότε είναι ένας τρανς άνδρας ή ένα ίντερσεξ με μια ανδρική έκφραση φύλου θηλυκότητες; Είναι η εξωτερική εμφάνιση, το πώς ένα άτομο γίνεται αντιληπτό σε ένα χώρο και ό,τι αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν (όπως για παράδειγμα τα προνόμια) αυτά που καθορίζουν εάν ένα άτομο είναι θηλυκότητα ή αρρενωπότητα; Σε αυτή την περίπτωση σε ποια από τις δύο ομάδες ανήκουν non-binary και τρανς άτομα, των οποίων ωστόσο η έκφραση φύλου, για διάφορους λόγους (για παράδειγμα, έλλειψη οικονομικών πόρων για οποιασδήποτε μορφής φυλομετάβαση ή μη-επιθυμία αυτής και του πώς παρουσιάζονται ή γίνονται αντιληπτά στην καθημερινότητά τους), συνάδει cis-κανονιστικά και στερεοτυπικά με το φύλο που τους αποδόθηκε αυθαίρετα κατά την γέννησή τους; Είναι το θηλυκότητες ανάλογο των αγγλικών femme και female-presenting, όπως έχει αποδοθεί σε κάποιες περιπτώσεις (1, 2), και συνεπώς το αρρενωπότητες των masc και masculine-presenting και τι μας διαβεβαιώνει ότι αυτές οι κατηγοριοποιήσεις δεν γίνονται με cis-κανονιστικά έμφυλα πρότυπα του τι θεωρείται θηλυκό και τι αρσενικό; Με αυτή την λογική είναι ένας θηλυπρεπής γκέι άνδρας θηλυκότητα και μια butch λεσβία αρρενωπότητα; Ανήκουν μια γυναίκα και ένας άνδρας πάντοτε στις θηλυκότητες και στις αρρενωπότητες αντίστοιχα; Αν ναι, όταν πρόκειται για cis γυναίκες και άνδρες με ποια κριτήρια, πλην μιας βιολογικά ντετερμινιστικής λογικής, προκύπτει αυτό και με ποια κριτήρια όταν πρόκειται για τρανς άνδρες και γυναίκες; Αν το να είναι κάποιος (cis ή τρανς) άνδρας είναι αυτό που τον κάνει αρρενωπότητα (και αντιστοίχως, το να είναι κάποια γυναίκα είναι αυτό που την κάνει θηλυκότητα), τι είναι αυτό που έκανε τον/την Ζακ/Zackie “μια άλλη θηλυκότητα” (βλ. παραπάνω) και ποιες είναι τότε οι μη-”άλλες” θηλυκότητες; Με το ίδιο σκεπτικό δεν υπάρχουν και “άλλες” αρρενωπότητες και αν ναι, ποιες είναι αυτές και τι τις κάνει τέτοιες; Όσο περισσότερο προσπαθούμε να κατανοήσουμε ποιες κοινωνικές ομάδες εννοούνται με τον κάθε όρο, τόσο λιγότερο ξεκάθαρες γίνονται η σημασία των όρων και οι χρήσεις τους.

Τα παραπάνω ερωτήματα συνήθως απαντώνται στην βάση του αυτοπροσδιορισμού, αφού αρκετές φορές -όπως σε καλέσματα δράσεων- οι παραπάνω όροι συνοδεύονται από προτάσεις σαν και αυτή: “με τον όρο Χ εννοούμε την Υ έμφυλη ταυτότητα ή κοινωνική ομάδα και όποιο άτομο αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο”. Ειδικά στα πλαίσια όπου οι όροι θηλυκότητες και αρρενωπότητες χρησιμοποιούνται για να οριοθετήσουν χώρους (φυσικούς ή μη) και την πρόσβαση σε αυτούς ή για να οριοθετήσουν έμφυλες ταυτότητες στα πλαίσια πολιτικών διεκδικήσεων, γίνονται αισθητά τα σχεδόν αυθαίρετα όρια του ποια άτομα χωράνε κάτω από την ομπρέλα θηλυκότητες και ποια κάτω από την ομπρέλα αρρενωπότητες. Εάν μάλιστα αυτοί οι χώροι και λόγοι κυριαρχούνται από και παίρνουν ως γνώμονα cis βιώματα και συμπεριφορές οι όροι θηλυκότητες και αρρενωπότητες -οι οποίοι κατά τα άλλα υποτίθεται ότι σκοπεύουν σε μια πιο συμπεριληπτική γλώσσα- καταλήγουν να γίνονται νεολογισμοί για να αναφερθούμε στους cis-(straight) άνδρες και γυναίκες.

Αυτό δεν έχει μόνο συνέπειες για τα τρανς άτομα, όταν για παράδειγμα με αφορμή τις κακοποιητικές τους συμπεριφορές οι cis-straight άνδρες ονομάζονται αρρενωπότητες, στιγματίζοντας εν τέλει κάθε μορφής αρρενωπότητας ανεξαρτήτως φύλου, αλλά και για τις cis (αλλά και τρανς) γυναίκες των οποίων τα βιώματα, χωρίς να ταυτίζονται πάντα και απολύτως, καταλήγουν να βλέπονται μονοδιάστατα μέσα από το πρίσμα των θηλυκότητων, αγνοώντας ζητήματα σεξουαλικότητας, φυλής, αναπηρίας, τάξης και λοιπά. Επίσης η άκριτη και υπερβολική χρήση των όρων σε συνδιαστολή με την ταύτισή τους που προκύπτει με συγκεκριμένες έμφυλες κοινωνικές ομάδες, δίνει την εντύπωση ότι η συμπεριληπτική γλώσσα (και η γλώσσα ως φορέας αλλαγής γενικά) είναι μια κάποιας μορφής πανάκεια ικανή να λύσει δομικά όλες τις έμφυλες διακρίσεις. Στην πραγματικότητα όμως τέτοιες χρήσεις συμπεριληπτικής γλώσσας όχι μόνο καταλήγουν να ενισχύουν έμφυλες διακρίσεις και στερεότυπα (όπως στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω) αλλά και να χάνουν παντελώς το νόημα και την χρησιμότητά τους καταλήγοντας στην καλύτερη να είναι μορφές επιτελεστικής γλώσσας και στην χειρότερη να μην έχουν κανένα πραγματικό αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων που υποτίθεται ότι επιχειρούν να συμπεριλάβουν. Εν τέλει το ζήτημα δεν είναι απαραίτητα να καταργήσουμε τους όρους αυτούς, αφού για κάποια άτομα αυτοί λειτουργούν ενδυναμωτικά, αλλά να αμφισβητήσουμε αυτούς και την ουσιοκρατία γύρω από τα φύλα και να αντιληφθούμε ότι η συμπεριληπτική γλώσσα έχει συγκεκριμένα όρια και δυνατότητες.

Η κριτική στους εν λόγω όρους γίνεται από μια queer τρανς non-binary σκοπιά με τ@ γράφ@ν να απολαμβάνει ανδρικά προνόμια, χωρίς όμως να αυτοπροσδιορίζεται εντός των στενών πλαισίων των θηλυκοτήτων ή των αρρενωποτήτων.

Σημειώσεις

[1] Ως τρανς γίνεται κατανοητή οποιαδήποτε έμφυλη ταυτότητα η οποία δεν ταυτίζεται με το φύλο που της αποδόθηκε κατά την γέννηση. Ως τέτοιος, ο όρος τρανς γίνεται κατανοητός ως όρος ομπρέλα που συμπεριλαμβάνει ταυτότητες τόσο εντός και εκτός του έμφυλου διπόλου (π.χ. non-binary ταυτότητες).

[2] Παρόλο που το εν λόγω κείμενο εστιάζει στην ταύτιση των όρων με τους cis άνδρες και γυναίκες, υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι πολύ συχνά στην Ελλάδα οι εν λόγω όροι ταυτίζονται επίσης με τα έμφυλα βιώματα λευκών υποκειμένων.

[3] Στα πλαίσια κριτικών που ασκήθηκαν στα εν λόγω ερευνητικά πεδία και στις βοριοδυτικοκεντρικές προσεγγίσεις τους, δόθηκε έμφαση στο ότι η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα δεν είναι απλά μονοδιάστατα φαινόμενα, τα οποία μπορούν να κατανοηθούν ουσιοκρατικά και οικουμενικά ανεξαρτήτως φυλής, τάξης, αναπηρίας και άλλων κοινωνικών παραγόντων. Ως εκ τούτου έχει πλέον κυριαρχήσει η χρήση των όρων αυτών στον πληθυντικό τους αριθμό, δηλαδή αρρενωπότητες και θηλυκότητες. Για την ευκολία του λόγου επιλέχθηκε εδώ η χρήση του ενικού αριθμού.

[4] Τα παραπάνω προκύπτουν από την αναζήτηση των όρων “θηλυκότητες” και “αρρενωπότητες” (και τις διάφορες γραμματικές παραλλαγές τους) κυρίως στο Google και στο Facebook. Αναμφίβολα είναι πολύ πιθανό μια εις βάθος αναζήτηση στο διαδίκτυο αλλά και σε φυσικά αρχεία να φέρει άλλα αποτελέσματα.

[5] Για παράδειγμα στην Αμερική του 1870-80 μαύρες φεμινίστριες μάχονταν υπέρ του δικαιώματος ψήφου των μαύρων ανδρών την ίδια στιγμή που λευκές φεμινίστριες της αστικής τάξης επικαλούνταν ρατσιστικά στερεότυπα για να επιχειρηματολογήσουν ότι το καθολικό δικαίωμα ψήφου των ανδρών θα σηματοδοτούσε την οπισθοδρόμηση των φεμινιστικών διεκδικήσεων (Kyla Schuler, The Trouble With White Women: A Counterhistory of Feminism, 2021).