Ήδη από το 1986 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκκίνησε την ενασχόλησή του αναφορικά με τα ζητήματα που απασχολούν, μέχρι και σήμερα, τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.
Ένα από τα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο αναφέρεται και στις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες παρατίθενται παρακάτω, είναι το άρθρο 14. Σύμφωνα με αυτό: « Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων συνυφαίνεται μεν με την αρχή της ισότητας, δεν είναι όμως ίδιες, ταυτόσημες. Ο νομικός κανόνας, επομένως, που απαγορεύει τις διακρίσεις, αναφέρεται σε συγκεκριμένους λόγους και δεν εμποδίζει τις διαφοροποιήσεις που βασίζονται σε λόγους διαφορετικούς από εκείνους που απαγορεύονται από το νόμο ρητά. Η έννοια της «ισότητας» αντίθετα, είναι ευρύτερη, καθώς ισότητα υπάρχει όταν σ’ ένα «συγκεκριμένο πεδίο αναφοράς» όλοι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και βαρύνονται με ίδιες υποχρεώσεις, δηλαδή στην απόλυτη έκφανσή της δεν επιτρέπει καμία διάκριση.
Η έννοια της ισότητας ωστόσο, δεν είναι ενιαία, αλλά διακρίνεται στην τυπική και την ουσιαστική. Η τυπική ή αριθμητική ισότητα επιτάσσει ομοιόμορφη και άνευ εξαιρέσεων εφαρμογή του νόμου προς αυτούς που απευθύνεται και απαντάται και ως πολιτική ισότητα. Η ουσιαστική ή αναλογική ισότητα επιτάσσει όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια των ανομοίων. Στο πεδίο των διακρίσεων, τόσο ευρωπαϊκή όσο και εθνική αρχή είναι αυτή της «ουσιαστικής ισότητας», δηλαδή της ισότιμης αξιοποίησης των ευκαιριών πρόσβασης σε όλα τα κοινωνικά πλεονεκτήματα. Η επίτευξη επομένως της αναλογικής ισότητας -κι όχι της απόλυτης- «τυπικής», η οποία διαιωνίζει και οξύνει τις υφιστάμενες ανισότητες και στερεοτυπικές αντιλήψεις- εξυπηρετεί τις επιταγές του άρθρου 14.
Αναφορικά με την έννοια των “προστατευόμενων χαρακτηριστικών “ που αναφέρονται στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, η θεωρία και η νομολογία ερμηνεύοντάς τα επισημαίνει πρώτα απ’όλα, πως η απαρίθμηση είναι ενδεικτική, γεγονός που αποδεικνύεται από τη χρήση του όρου «άλλης καταστάσεως» που επιτρέπει να περιληφθούν και τα προστατευόμενα σε Οδηγίες της ΕΕ χαρακτηριστικά: αναπηρία, ηλικία και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Ως «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» νοούνται τα στοιχεία των προσώπων τα οποία δεν πρέπει να «δικαιολογούν» τη διαφορετική μεταχείριση ή την απόλαυση συγκεκριμένου πλεονεκτήματος κάποιων προσώπων. Όσον αφορά το φύλο, το ΕΔΔΑ ιδίως στα πρώτα του βήματα, ήδη από την υπόθεση Rees, δεν είχε αποφανθεί αν η ταυτότητα φύλου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 ή αν θα πρέπει να ερμηνευτεί κατά ευρύτερο τρόπο ο όρος αυτός. Προχωρώντας ωστόσο, κατέληξε πως το κοινωνικό φύλο και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτό εμπίπτει σε αυτό το πεδίο και δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να προσβάλλεται από κρατικές παρεμβάσεις. Αξίζει να αναφερθεί πως το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται από το ΕΔΔΑ πάντοτε σε συνδυασμό με κάποιο άλλο άρθρο της Σύμβασης, όπως το άρθρο 8.
Το άρθρο αυτό, υπό τον τίτλο «Δικαιώμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», αναφέρει πως «πάν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του», ενώ στη δεύτερη παράγραφο προβλέπεται το εξής: ” Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Με αυτό τον τρόπο δηλαδή, εισάγονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες νομίμως το κράτος μπορεί να παρέμβει στην ιδιωτική σφαίρα του προσώπου.
Ως ιδιωτική σφαίρα η νομολογία έχει προβεί σε μια «τριμερή» διαίρεση των πτυχών που την απαρτίζουν: α) τη σωματική, ψυχολογική και ηθική ακεραιότητα, β) την ιδιωτικότητα και γ) την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και την αυτονομία.
Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, το Δικαστήριο αναγνωρίζει πως σε αυτή υπάγεται ασφαλώς, το ζήτημα των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, σημαντική όψη τόσο της σωματικής ακεραιότητας όσο και της προσωπικής αυτονομίας του προσώπου. Τα κράτη διαθέτουν όχι απλώς υποχρέωση αποχής, αλλά εντονότερα, υποχρέωση προς τη λήψη θετικών μέτρων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του άρθρου 8. Ιδιαίτερα όσον αφορά τη νομική αναγνώριση της τρανς ταυτότητας των προσώπων, πρόβλημα ανακύπτει και αποτελεί συχνά αντικείμενο δικαστικών αγώνων, η υποχρέωση στείρωσης και υποβολής τους σε ιατρικές επεμβάσεις που επεμβαίνουν αποφασιστικά στη σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα, καθώς οδηγούν σε μη-αναστρέψιμες αλλαγές στην εμφάνιση και την ψυχολογία τους. Για αυτό το λόγο, το Δικαστήριο αναγνώρισε σε υποθέσεις που εισήλθαν ενώπιόν του πως το άρθρο 8 δεν αποτελεί μεν εγγύηση για μια αναγνώριση της τρανς ταυτότητας άνευ όρων, πρέπει όμως το πεδίο εκτίμησης και διακριτικής ευχέρειας των κρατών να είναι ιδιαίτερα στενό, όταν το έννομο αγαθό που διακυβεύεται αφορά την ιδιωτική και έντονα προσωπική ζωή των προσώπων. Η επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης εκ μέρους των κρατών, όπως αναφέρεται και επί της κριτικής αποτίμησης των σχετικών υποθέσεων του ΕΔΔΑ, αντικατοπτρίζει την άποψη που κυριαρχούσε και τείνει στη σύγχρονη εποχή να ξεπεραστεί, περί παθολογικοποίησης της τρανς ταυτότητας, που ενισχύθηκε ιδίως από τη συμπερίληψή της ως ψυχική διαταραχή στο σχετικό κατάλογο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Το τελευταίο διάστημα ωστόσο, υποθέσεις έφτασαν ενώπιον του ΕΔΔΑ στις οποίες εκφράστηκαν αμφιβολίες σχετικά με αυτές τις διαδικασίες (όπως η απόφαση Y.y v Turkey), χωρίς όμως να προβεί σε κάποια σαφή κατεύθυνση προς πλήρη αποπαθολογικοποίηση. Στο γεγονός αυτό συμβάλλει και η «ασυμφωνία» των κρατών-μελών σχετικά με τη θέσπιση προϋποθέσεων νομικής αναγνώρισης της διεμφυλικής ταυτότητας.
Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, της ιδιωτικότητας, η υποχρέωση του κράτους συνίσταται στη διασφάλιση της ελεύθερης και ακώλυτης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου όσο και της δημιουργίας δεσμών με το κοινωνικό περιβάλλον του. Ο όρος «ιδιωτική ζωή», όπως προαναφέρθηκε, είναι ευρύς και για το λόγο αυτό, δύναται να περιλαμβάνει ποικίλες πτυχές, συμπεριλαμβανομένων και της ταυτότητας φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού των προσώπων, του ονόματος, αλλά και γενικότερα, κάθε τρόπου έκφρασης και διαμόρφωσης της εικόνας τους. Εκείνο που έχει παρατηρηθεί ιδίως, σε παλαιότερες υποθέσεις (όπως και στην Goodwin στην οποία σημειώθηκε μεταστροφή της πάγιας έως τότε νομολογίας), αποτελεί ο αποκλεισμός της δυνατότητας αναγνώρισης του επαναπροσδιορισθέντος φύλου του ατόμου (αλλαγή ονόματος και καταγεγραμμένου στα δημόσια έγγραφα φύλου). Ωστόσο, μελετώντας το άρθρο 8 κατανοούμε πως σε αυτό περιλαμβάνεται και η υποχρέωση προς προστασία του ιατρικού απορρήτου του ατόμου προκειμένου να προστατευτούν τόσο τα προσωπικά του δικαιώματα όσο και η ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου. Συνεπώς, τα κράτη αποκλείοντας την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, υποχρεώνουν τα άτομα αυτά να αποκαλύπτουν στην καθημερινότητά τους τον επαναπροσδιορισμό στον οποίο προέβησαν προκαλώντας τους άγχος και αμηχανία. Τούτου δοθέντος, ένας τέτοιος αποκλεισμός που κάποια κράτη θεσπίζουν ακόμα και σήμερα νομοθετικά (όπως η Ουγγαρία), περιορίζουν υπέρμετρα αυτή την πτυχή της ιδιωτικής αυτονομίας.
Αναφορικά με τις προϋποθέσεις που καθιστούν επιτρεπτή την επέμβαση ενός κράτους στα δικαιώματα των ατόμων, ειδικά όσον αφορά τα ζητήματα που άπτονται της ταυτότητας φύλου, παρατηρούμε πως οι εθνικές αρχές σε πολλές περιπτώσεις επικαλέστηκαν «τις κοινωνικές αντιλήψεις» και την «αναταραχή» που ενδέχεται να προκαλέσει μια αναγνώριση των τρανς ατόμων. Εξετάζοντας την πορεία της νομολογίας, αυτή η επίκληση φαίνεται ακολουθεί και τη σκέψη του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις ιδίως προ της Christine Goodwin -χωρίς να εγκαταλειφθεί πλήρως και μετέπειτα- διστάζει να προβεί σε αναγνώριση των δικαιωμάτων των διεμφυλικών προσώπων και δίνει προβάδισμα στην ευχέρεια του κράτους. Σημαντικό να τονισθεί είναι πως εκείνα τα χρόνια ήταν έντονη η παθολογικοποίηση της τρανς ταυτότητας, ενώ οι προκαταλήψεις των πολιτών των κρατών λειτουργούσαν -και λειτουργούν εμφανώς ακόμα– ως «αντίβαρο» προς την ανεμπόδιστη νομική κατοχύρωση.
Πρώτη ενασχόληση του ΕΔΔΑ με τη διεμφυλικότητα έλαβε χώρα το 1986 με την υπόθεση Rees κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ο Mark Rees, 44χρονος τότε, διεμφυλικός Βρετανός πολίτης, έχοντας προχωρήσει ήδη από το 1971 σε αλλαγή του ονόματός του στα δημόσια έγγραφα, υπεβλήθη ακολούθως σε επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου το 1974, το κόστος της οποίας καλύφθηκε από το βρετανικό σύστημα υγείας. Επειδή όμως παρέμενε καταχωρημένος στα δημόσια έγγραφα υπό το γυναικείο φύλο, προσέφυγε μέσω του δικηγόρου του τον Νοέμβριο του 1980 στο Ληξιαρχείο, αιτούμενος την αλλαγή του αναγραφόμενου φύλου, με τον ισχυρισμό ότι έχει γίνει λάθος κατά την αναγραφή των στοιχείων του στη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Συνόδευσε μάλιστα την αναφορά του από ιατρική γνωμάτευση, σύμφωνα με την οποία τον καθοριστικό ρόλο για την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινωνική ζωή διαδραματίζει όχι το βιολογικό αλλά το ψυχολογικό φύλο. Το Ληξιαρχείο απέρριψε το αίτημα του Rees, με την αιτιολογία ότι ελλείψει ιατρικής γνωμάτευσης που να πιστοποιεί πως το βιολογικό φύλο του είναι το ανδρικό, δεν μπορεί να αρκεστεί στο πώς ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται μεταβάλλοντας το αναγραφόμενο στα δημόσια έγγραφα φύλο. Μετά από μερικά χρόνια, έγινε δεκτό το αίτημά του για μεταβολή του φύλου στα υπόλοιπα δημόσια έγγραφα, εκτός όμως από το πιστοποιητικό γέννησης, στο οποίο παρέμενε αναγραφόμενο το θηλυκό φύλο. Το ΕΔΔΑ έκρινε εν προκειμένω πως δεν υφίσταται παραβίαση αναφορικά με το άρθρο 8, καθώς η ληξιαρχική πράξη γέννησης, κατά το βρετανικό δίκαιο, αναφέρεται αυστηρά στο βιολογικό φύλο που έχει το άτομο κατά τη γέννησή του και η ικανοποίηση του αιτήματος του προσφεύγοντος θα επέφερε αλλαγές που θα μετέβαλαν ουσιωδώς το σύστημα για την τήρηση του μητρώου γεννήσεων. Αναγνώρισε ωστόσο την ανάγκη εκσυγχρονισμού των συναφών ρυθμίσεων, ενόψει και των επιστημονικών και κοινωνικών εξελίξεων, έχοντας ως κρίσιμο σημείο αναφοράς την ΕΣΔΑ, αναγνωρίζοντας έτσι τον δυναμικό και μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της συνθήκης (κρίση που μπορεί να ειπωθεί πως προοικονομεί την ύστερη μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου). Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα πως δεν υπάρχει ούτε παραβίαση του άρθρου 12, καθώς κατά την κρίση του, το άρθρο αναφέρεται στην παραδοσιακή έννοια του γάμου μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου και το ζήτημα του γάμου επίσης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους. Η μειοψηφία ορθώς υποστήριξε την άποψη πως η αναγραφή του λάθος φύλου θα επέφερε αναστάτωση σε πολλές περιπτώσεις στη ζωή του αιτούντος, ενώ προσέθεσε πως η ληξιαρχική πράξη πρέπει να αντικατοπτρίζει αυτή τη «μεταβολή» στην κατάσταση του φύλου του αιτούντος.
Κρίσιμη απόφαση στη νομολογιακή σκέψη, η οποία αποτελεί σταθμό στην κατάκτηση και αναγνώριση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αποτελεί η υπόθεση της Christine Goodwin (2002). Η υπόθεση αφορούσε την Christine Goodwin, μία 65χρονη διεμφυλική γυναίκα, η οποία από την παιδική της ηλικία επέδειξε στοιχεία διεμφυλικότητας. Μάλιστα, οδηγήθηκε από τους γονείς της στη βάρβαρη και πλέον, ιδιαίτερα κατακριτέα διαδικασία της «Θεραπείας μέσω αποστροφής» (aversion therapy), προχώρησε σε ορμονοθεραπεία ήδη από το 1985, ενώ το 1990 υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού του φύλου, το κόστος της οποίας καλύφθηκε πλήρως από τον εθνικό φορέα ασφάλισης της Βρετανίας NHS (National Health Security). Παρόλα αυτά, στα δημόσια έγγραφα εξακολουθούσε να αναφέρεται ως άνδρας, γεγονός που της προκαλούσε άγχος και αμηχανία σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητάς της, όπως η εργασία. Επιπλέον, ενημερώθηκε πως θα έπρεπε να πληρώνει τις συνταξιοδοτικές της εισφορές μέχρι την ηλικία των 65 ετών, όριο που προβλεπόταν για τους άνδρες, σε αντίθεση με αυτό των 60 ετών το οποίο προβλεπόταν για τις γυναίκες. Η αιτούσα κατήγγειλε την απουσία αναγνώρισης τους επαναπροσδιορισθέντος φύλου της, ιδίως στα ζητήματα απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης, ενώ παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι υπέστη διάκριση όσον αφορά το δικαίωμα της σε γάμο με άνδρα, καθώς δεν της επετράπη. Έτσι, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενη πως παραβιάστηκαν δικαιώματά της που απορρέουν από τα άρθρα 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), 12 (δικαίωμα συνάψεως γάμου), 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο αποφάσισε πως πράγματι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ με την αιτιολογία πως παρατηρείται μια σαφής και συνεχιζόμενη διεθνής τάση προς αυξανόμενη κοινωνική αποδοχή των διεμφυλικών ατόμων και προς τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου των διεμφυλικών προσώπων καταλήγοντας έτσι, πως η δίκαιη ισορροπία «γέρνει» τώρα αποφασιστικά υπέρ της προσφεύγουσας. Χαρακτηριστικά, αναφέρθηκε πως: «Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν καθοριστικής σημασίας παράγοντες δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι αντιστρατεύονται το συμφέρον του συγκεκριμένου προσώπου, δηλαδή της προσφεύγουσας, να αποκτήσει νομική αναγνώριση του επαναπροσδιορισθέντος φύλου της, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έννοια της εξισορρόπησης συμφερόντων, η οποία είναι εγγενής στη Σύμβαση, τώρα γέρνει πλέον την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ της προσφεύγουσας». Επίσης, αναγνώρισε για πρώτη φορά κατά παρέκκλιση της πάγιας θέσης του μέχρι τότε, και παραβίαση του άρθρου 12 το οποίο αφορά το δικαίωμα συνάψεως γάμου και ιδρύσεως οικογένειας.
Αναμφισβήτητα, η απόφαση αυτή ανέτρεψε την πάγια θέση της νομολογίας και αντιμετώπισε τα ζητήματα που σχετίζονται με την αποδοχή της ταυτότητας φύλου ενός ατόμου από μια εγγύτερη και σαφέστερη θέση. Επίσης, συνέβαλε στη δημιουργία του Gender Recognition Act, δηλαδή ενός πιστοποιητικού αναγνώρισης φύλου, δύο χρόνια αργότερα, το 2004. Στη βάση αυτής της απόφασης παρατηρήθηκαν τα πρώτα βήματα για την αναγνώριση του δικαίωμα στην προσωπική αυτονομία, του δικαιώματος διασφάλισης της δημόσιας και νομικής αναγνώρισης των ιδιωτικών επιλογών (εν προκειμένω στη τρανσεξουαλική ταυτότητα φύλου). Ωστόσο, η υπόθεση αυτή δεν μπόρεσε να επιφέρει πλήρη ανατροπή των νομολογιακών δεδομένων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε αναγνώριση του γεγονότος πως η Christine Goodwin αντιμετωπίστηκε με αυτό τον τρόπο, ακριβώς εξαιτίας της τρανς ταυτότητά της. Το ΕΔΔΑ όφειλε να συγκρίνει την κατάσταση την οποία βιώνει η Goodwin και άλλα τρανς άτομα με τα ετερόφυλα (μη τρανς), που βρίσκονταν – και εξακολουθούν να βρίσκονται- σε πλεονεκτικότερη θέση στο νομικό σύστημα. Για αυτό το λόγο, μια ερμηνεία των παραβιασθέντων άρθρων σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) θα μπορούσε ενδεχομένως να επιφέρει μια πιο δραστική αλλαγή στο ζήτημα της ισότητας υπέρ των τρανς ατόμων αναγνωρίζοντας τη διακριτική μεταχείριση την οποία υφίστανται εξαιτίας ενός προστατευόμενου χαρακτηριστικού.
Σημαντικό επίσης, είναι να αναφερθούμε σε μια πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου, τον Ιούλιο του 2020. Όσον αφορά στα πραγματικά περιστατικά ο Jafarizad Barenji Rana, Ιρανός τρανς άντρας ζήτησε άσυλο από το κράτος της Ουγγαρίας, καθώς υφίστατο απάνθρωπη μεταχείριση στη γενέτειρά του, το Ιράν, εξαιτίας της ταυτότητας φύλου του. Η Υπηρεσία Ασύλου της Ουγγαρίας, έπειτα και από τις ιατρικές γνωματεύσεις δύο Ιρανών ιατρών που βεβαίωναν τη διεμφυλικότητα του αιτούντος, του χορήγησε άσυλο. Το 2016 ο αιτών ζήτησε τη μεταβολή στα δημόσια έγγραφα του ονόματός του και του αναγραφόμενου φύλου. Ωστόσο, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία πως το ουγγρικό κράτος δεν μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια διαδικασία, αφού αρμόδιο είναι το ιρανικό κράτος όπου βρισκόταν το αρμόδιο Ληξιαρχείο και η ληξιαρχική πράξη γέννησης του αιτούντος. Η απόφαση αυτή μάλιστα, επικυρώθηκε και σε δεύτερο βαθμό αλλά και από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας. Το τελευταίο ωστόσο, επεσήμανε την απουσία νομοθετικού πλαισίου που να συμπεριλαμβάνει και τους μη-Ούγγρους πολίτες, ζήτημα το οποίο όπως ανέφερε, χρήζει μεταρρύθμισης ούτως ώστε να δίνεται ελεύθερα η δυνατότητα αλλαγής ονόματος που ακολουθεί τον επαναπροσδιορισμό φύλου ενός προσώπου. Έτσι, το ζήτημα κατέληξε στο ΕΔΔΑ. Το Ουγγρικό κράτος εγείρε ενστάσεις τόσο επί του παραδεκτού της αίτησης του ενδιαφερομένου όσο και επί της ουσίας. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε πως η αίτηση υποβλήθηκε πρόωρα, καθώς η υπόθεση εκκρεμούσε εκείνο τον καιρό ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ουγγαρίας αλλά και ότι ο αιτών δεν έμενε στη διεύθυνση που είχε δηλώσει και ενδεχομένως, ούτε στην Ουγγαρία, με αποτέλεσμα να μη θεωρείται καν θύμα του ουγγρικού κράτους. Τέλος, ισχυρίστηκε πως έλαβε χώρα κατάχρηση του δικαιώματος ατομικής αίτησης δεδομένου πως στην πραγματικότητα ήταν μια actio popularis που στοχεύει στη δημοσιοποίηση της κατάστασης των τρανς ατόμων στην Ουγγαρία. Στους ισχυρισμούς αυτούς το Δικαστήριο απάντησε πως πράγματι η αίτηση υποβλήθηκε όσο ακόμα εκκρεμούσαν οι διαδικασίες στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Ωστόσο, στις 19 Ιουνίου του 2018 το τελευταίο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτούντος περί συνταγματικότητας και για αυτό το λόγο, η αίτηση δε θεωρείται πρόωρη. Επίσης, στις 28 Αυγούστου 2017 ο αιτών ενημέρωσε εγκύρως για τη διεύθυνσή του. Τέλος, απέρριψε και τον τελευταίο ισχυρισμό του Ουγγρικού κράτους, καθώς πριν προχωρήσει στην ουσία της υπόθεσης, δεν μπορούσε να βρει στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί το θύμα ή την υποχρέωση του κράτους έναντι αυτών των ζητημάτων.
Προχωρώντας στην εξέταση της υπόθεσης το Δικαστήριο διαπίστωσε πως πράγματι υπήρχε η δυνατότητα αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου των τρανς ατόμων με ανανέωση στα δημόσια έγγραφα. Ένα σημαντικό στοιχείο που υπογράμμισε όμως, είναι το γεγονός πως, ενώ τα αιτούντα άτομα για αναγνώριση της ταυτότητας φύλου τους έπρεπε να διαθέτουν ιατρική γνωμάτευση που αναγνωρίζει την τρανς ταυτότητά τους αλλά και να έχουν υποβληθεί στην απαιτούμενη εγχείρηση επαναπροσδιορισμού του φύλου τους, έκρινε πως η τελευταία δεν είναι από μόνη της προϋπόθεση για την αναγνώρισή τους. Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ συμφώνησε με την κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του εν λόγω κράτους, ως προς την απουσία νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τους μη-Ούγγρους πολίτες. Εκκινώντας από αυτή τη σκέψη, το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν το κράτος δε συμμορφώθηκε με τη θετική υποχρέωσή του, όπως αυτή συνοψίστηκε στην απόφαση Hämäläinen v. Finland, για προστασία της ιδιωτικής ζωής του αιτούντος (άρθρο 8 ΕΣΔΑ). Λαμβάνοντας υπόψη και την κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το ΕΔΔΑ κατέληξε πως η απουσία νομοθετικού πλαισίου για νόμιμους μη-Ούγγρους πολίτες περιόριζε δυσανάλογα το δικαίωμά τους στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια («right to human dignity»). Έτσι, αναγνώρισε πως πράγματι, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 αποζημιώνοντας τον αιτούντα.
Μάλιστα, με αφορμή το νόμο ν.4491/2017 περί της αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, «το άτομο με τη γέννησή του αποκτά πέραν του βιολογικού, ένα νομικό φύλο για το οποίο προνοεί η έννομη τάξη. Παράλληλα, οι μηχανισμοί κοινωνικοποίησης και «κανονικοποίησης» αναλαμβάνουν να μετατρέψουν αυτό το βιολογικό και νομικό φύλο (sex) σε κοινωνικό (gender)». Το ζήτημα που ανακύπτει στην περίπτωση των τρανς προσώπων, είναι ακριβώς η μη συμβατότητα του βιολογικού και νομικού φύλου με την κοινωνικο-ψυχολογική ταυτότητά τους με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας «κοινωνικός κορσές». Έτσι, ορθά επισημαίνεται πως η εναρμόνιση του νομικού με την κοινωνικό-ψυχολογική ταυτότητα του προσώπου αποτελεί «το ελάχιστο βήμα προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης ίσης ανθρώπινης αξίας σε όλους και ίσης ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας ανεξαρτήτως (ταυτότητας) φύλου».
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως έχουν σημειωθεί σημαντικά μεν βήματα στην αναγνώριση και κατάκτηση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αλλά πάντοτε “συγκρατημένα” και εξαρτώμενα από την κρατική βούληση και τις ισχύουσες κοινωνικές αντιλήψεις. Το κοινωνικό συμπορεύεται με το νομικό και μάλιστα, διαμορφώνεται και επηρεάζεται από το δεύτερο εξαιτίας της διαπλαστικής και διαμορφωτικής του δύναμης.
Ηλεκτρονικές πηγές
1.https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/glossary/european-convention-on-human-rights-echr.html
2. https://vlex.co.uk/vid/rees-v-united-kingdom-849726571
3. https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-57974%22
4. https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-203563%22
5. https://www.kodiko.gr/nomothesia/document/304143/nomos-4491-2017