Ο Γυάλινος Κώδων (The Bell Jar), το μοναχοπαίδι της συγγραφέως και ποιήτριας Sylvia Plath στον χώρο του μυθιστορήματος, αποτελεί ένα ημι-αυτογραφικό έργο βουτηγμένο στην αλήθεια της ίδιας της Plath. Βιωματικό, τραγικό και καυστικό, το βιβλίο ξεδιπλώνεται ως κριτική προς όλους και όλα, μια ιστορία ενηλικίωσης στην δεκαετία του 50 που όμως παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη για την θηλυκή ύπαρξη. Στο κέντρο της, η ηρωίδα-καθρέπτης της Plath, Esther, μια 19χρονη φοιτήτρια που βλέποντας την πραγματική ζωή να ξεκινά, έρχεται αντιμέτωπη με τις επιλογές της, τις σχέσεις της, τις ιδέες και εμπειρίες της. Στην διάρκεια του βιβλίου η Esther βιώνει την «ασφυξία» της κοινωνίας γύρω της -του γυάλινου κώδωνα- από τα πατριαρχικά καθεστώτα και τις φανερές ανισότητες μεταξύ των φύλων, μέχρι την κατάπτωση της ψυχικής της υγείας και την πολυτάραχη πορεία της προς την αποκατάσταση. Η συγγραφέας διαπλέκει αυτές τις δύο θεματικές στο μήκος του έργου, ψυχογραφώντας μια κοινωνία σε βαθιά κρίση, τόσο προς τα έμφυλα ζητήματα, όσο και προς το στίγμα των ψυχικών παθήσεων.
Το συνολικό έργο και η ζωή της Sylvia Plath χαρακτηρίστηκε από τον τραγικό της θάνατο και την δραματοποίηση της αυτοχειρίας της στα μόλις 30 της χρόνια, η οποία ακόμα και σήμερα προηγείται συχνά του βάθους του ψυχισμού της. Ο «Γυάλινος Κώδων» είναι ωστόσο ένα έργο που αναβλύζει ζωή- την θηλυκή ζωή- σκιαγραφώντας πολλές από τις προκλήσεις και τις εμπειρίες της γυναίκας του τότε και του τώρα. Αν και σχεδόν 60 χρόνια μετά από την πρώτη του έκδοση, η κοινή «ζοφερότητα» της ύπαρξης ως γυναίκα παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τις σελίδες της Plath. Με ευθύ και συνοπτικό ύφος η συγγραφέας ξεδιπλώνει σε πρώτο πρόσωπο «απλές» ιστορίες καθημερινότητας, δημιουργώντας βήμα προς βήμα το μωσαϊκό της ζωής της Esther, αλλά και της ίδιας.
Η αφήγηση τοποθετεί την Esther σε ένα γυναικείο περιοδικό της Ν. Υόρκης. Η καλοκαιρινή της δουλειά τής εξασφαλίζει την εμπειρία της μεγάλης πόλης, ωστόσο η προσδοκία για τις «καλύτερες μέρες της ζωής της» παραμένει ένα όνειρο. Ο εξομολογητικός τόνος της συγγραφέως – αναπόσπαστο κεφάλαιο της αμερικανικής «Εξομολογητικής Ποίησης» του ‘50 και του ’60 – εμφανίζεται έντονα και στην πρόζα της. Με το βλέμμα σταθερά προς τα μέσα, η Plath καταγράφει χωρίς ταμπού την εσωτερική της φωνή, τις εντυπώσεις, τις αμφιβολίες, τα τραύματα.
Η Esther έτσι ανακαλύπτει σταδιακά τις διαφορετικές οπτικές μεταξύ του κόσμου των γυναικών που κατοικεί, και αυτού των ανδρών. Γίνονται εμφανή τα διπλά πρότυπα και η «υποκρισία» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Plath. Οι άνδρες χαρακτήρες του βιβλίου είναι ελεύθεροι να επιλέγουν τόσο τις αποφάσεις όσο και τις «αξίες» που θα υιοθετήσουν. Ιδιότητες όπως η αγνότητα, η σοβαρότητα, ακόμα και ο επαγγελματισμός αποτυπώνονται εύπλαστες στα χέρια των ανδρών, καθώς όχι μόνο τις εφαρμόζουν κατά το δοκούν αλλά μεταβάλουν και την ερμηνεία τους αντιστοίχως. Αντίθετα, οι γυναίκες του έργου οφείλουν να ανταπεξέρχονται στα υποδείγματα που τους έχει θέσει η κοινωνία με κάθε επιμέλεια: από την εξωτερική εμφάνιση και τους τύπους συμπεριφοράς, μέχρι την ακαδημαϊκή αριστεία και την επαγγελματική επιτυχία. Η πένα της Plath δεν αμφισβητεί εδώ μόνο τα στερεότυπα. Συγχρόνως υπογραμμίζει και επισημαίνει με κάθε ευκαιρία τις καθημερινές έμφυλες ανισορροπίες και την μέχρι-τότε εξιδανικευμένη οικογενειακή ζωή των 50ς και του American Dream.
Η ειλικρίνεια ωστόσο του λόγου της -και η ταύτιση της σύγχρονης γυναίκας μαζί της- έγκειται κυρίως στο ερώτημα της προσωπικής επιλογής. Καθώς παρατηρεί όλους τους γυναικείους χαρακτήρες γύρω της να κρίνονται, είτε επιλέξουν την «συνετή» ζωή είτε όχι, και κατανοώντας τις θυσίες τους, η Esther αμφιταλαντεύεται διαρκώς για τον δρόμο που πρέπει να επιλέξει, που θέλει να επιλέξει. Οραματίζεται τις επιλογές της σαν ένα δέντρο συκιάς. Από κάθε κλαδί κρέμεται ένας «καρπός», μια επιλογή, ένα μονοπάτι. Ωστόσο το να διαλέξει το ένα, σημαίνει να χάσει τα υπόλοιπα. Το ζήτημα την επιλογής κατατρέχει την ιστορία της Plath, μυθοπλαστικά και μη, και παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο: πώς μπορεί να υπάρξει πραγματικά ελεύθερη επιλογή, υπό όρους; Ο βασικός διχασμός καριέρας και οικογένειας φαίνεται εδώ να την απασχολεί έντονα, ενσαρκώνοντας τους δύο ρόλους μέσα από τα πρόσωπα της αρχισυντάκτριας και της μητέρας της. Ο συγκεκριμένος προβληματισμός και των σημερινών γυναικών ωστόσο, δεν απαντάται, παρά βιώνεται μέσα στο κείμενο. Ίσως είναι τελικά αυτή του η ιδιότητα που το κάνει τόσο παρήγορο, τόσο ρεαλιστικό.
Σκληρά ρεαλιστική εμφανίζεται και η γραφή της Plath γύρω από την σεξουαλική και αναπαραγωγική αυτονομία των γυναικών. Με σχεδόν κυνικό ύφος, η Esther περιγράφει την κουλτούρα της καταπίεσης και τις συναναστροφές της με μισογύνηδες άνδρες. Συζητά ανοιχτά για το «βάρος» της παρθενιάς, την αντισύλληψη ως ελευθερία, την μητρότητα. Μολονότι το βλέμμα της Plath έχει μεταφραστεί συχνά ως απάθεια και πεσιμισμός, είναι σημαντικό πως εδώ η συγγραφέας δεν επιθυμεί να ψυχαγωγήσει. Αντιθέτως, θέλει να φέρει το κοινό αντιμέτωπο με την σκληρή πραγματικότητά της, με τον έξω κόσμο ως αρένα ζωής για τις γυναίκες. Ο κυνισμός του Γυάλινου Κώδωνα ήταν και παραμένει ένας οδηγός επιβίωσης, αλλά και μια πανοπλία, τόσο για τα τραύματα της ηρωίδας όσο και της συγγραφέως του.
Το μυθιστόρημα της Sylvia Plath δεν είναι συνεπώς ένα καθησυχαστικό ανάγνωσμα. Είναι μια βουβή κραυγή αναγέννησης- μια ιαχή μέσα στο γυάλινο κώδωνα- τόσο για την γυναικεία ύπαρξη όσο και για την ψυχική υγεία. Μέχρι το τέλος, η ίδια η Plath ίσως να μην εισακούστηκε ποτέ, ίσως να γνώριζε ότι δεν θα εισακουστεί όταν βάφτιζε το έργο της. Ωστόσο με την γραφή της «άκουσε» τις άλλες γυναίκες, μίλησε για αυτές, τους έδωσε φωνή πριν ακόμα καταλάβουν πως την χρειάζονται – την φωνή της. Και έτσι η Esther, η Sylvia, ήταν για λίγο μαζί μας. Και έτσι ήμασταν για λίγο μαζί της.

I took a deep breath and I listened to the old brag of my heart.
I am, I am, I am.
-The Bell Jar, Sylvia Plath